Ξέρω, σας χαιρέτησα, σας ευχήθηκα, αλλά ... ξαναγυρίζω.
Απρόσμενο και για μένα.
Είναι ένα προσωπικό πισωγύρισμα, που λίγο θα ενδιαφέρει τους πολλούς.
Απλά φέτος αποφάσισα πιο οργανωμένα, μέσω του F/b λόγω της απήχησης που έχει, να κάνω μια δημοσιοποίηση των εθίμων μας για το Ζακυθινό Μεγαλοβδόμαδο, γι αυτούς που θάθελαν να μάθουν και κάποια στιγμή να το ζήσουν, κι εκεί μου ήρθε και μ έπνιξε το συναίσθημα, οι αναμνήσεις...και σταμάτησα για να το συνεχίσω εδώ. γιατί εδώ είναι το σπίτι μου κι επιθυμώ να καταγραφεί.
Κάθε τέτοιες μέρες, περισσότερο απο κάθε άλλη, το μυαλό ανατρέχει χρόνια πίσω κι ανακαλεί πρόσωπα και γεγονότα που έχουν πια γίνει ένα τρυφερό παρελθόν.
Δε ξέρω αν αυτό σημαίνει συμπτώματα γήρατος, για μένα είναι ένα ξαναβάπτισμα στην κολυμπήθρα της αθωότητας.
Αυτές τις μέρες θυμάμαι πάντα, έναν αναβρασμό στο σπίτι μας.
Καθαρίσματα εντός, ασβεστώματα στις αυλές, ο,τι γίνεται για μια αλλαγή εποχής αλλά συγχρόνως για να τιμηθεί και να γιορτάσουμε ένα μεγάλο θρησκευτικό γεγονός.
Είχα την τύχη να μεγαλώσω με παππού και γιαγιά στο σπίτι. Ετσι απο τον παππού έμαθα ιστορίες που δε πρόλαβα να ζήσω, και απο τη γιαγιά έμαθα τα υπόλοιπα. Οχι με ευκολία τότε ομολογώ, γιατί ένα παιδί θέλει να παίξει κι οχι να μάθει να γίνει καλή νοικοκυρά,όμως τώρα ευγνωμονώ πολλάκις τη γιαγιά μου.
Βέβαια αυτές οι μέρες για ένα παιδί που δεν έχει πλήρη συναίσθηση του τι συμβαίνει,ήταν ένας χαρούμενος ξεσηκωμός μεν, αλλά οι εκκλησιασμοί ήταν μία δοκιμασία αντοχών.
Κι αφού έμεινα στη Μ.Τρίτη, συνεχίζω εδώ με τη Μ.Τετάρτη,όπου αμέσως μετά το μεσημεριανό φαγητό ντυνόμασταν, εγω κι η γιαγιά και πιασμένες απο το χέρι παίρναμε το δρόμο ποδαράτο για τη Χώρα
Δε ξέρω γιατί ουδέποτε προτιμήσαμε το Χωριό μας, γι αυτό όλες μου οι συνήθειες και τα έθιμα με τη Χώρα είναι συνδεδεμένα
Η απόσταση δεν είναι μεγάλη 2 χιλιόμετρα όλα κι όλα, αλλά για τα μικρά ποδαράκια αρκετή!
Παίρναμε λοιπόν την κατηφόρα να παμε στον Αγιό μας για να μυρωθούμε.
Λιγνή κι αεικίνητη η γιαγιά, με μεγαλύτερη δρασκελιά απο τη δικιά μου, αγωνιζόμουν να τη φτάσω και να συμπορευόμαστε.
Ειλικρινά δε θυμάμαι αν πρώτα πηγαίναμε για εξομολόγηση και μετά στα Ευχέλαια, πάντως γίνονταν και τα δύο
Ανεβαίναμε τα σκαλιά ενός παλιού δίπατου σπιτιού κι εκεί ένας σεβάσμιος γέροντας,οχι μόνο στα μάτια τα δικά μου αλλά κι όλης της ζακυθινής κοινωνίας,ο παπά Γαλάνης μας εξομολογούσε.
Τον αγαπούσαν όλοι ιδιαίτερα αυτό τον ιερωμένο,αφ ενός γιατί τιμούσε το σχήμα του κι αφ ετέρου είχε την πικρή τύχη στο σεισμό του '53 να χάσει τη μονάκριβη κόρη του.
Με ρωτούσε αν ήμουν υπάκουο παιδί, αν έτρωγα το γλυκό της μαμάς μου, τι να ρωτήσει τώρα απο ένα νήπιο. Ομως ήταν προυπόθεση η εξομολόγηση της επακολουθούσης θείας Κοινωνίας
Σούρουπο πια και κατάκοπη εγω, γυρίζαμε στο σπίτι πάλι με τα πόδια,εκτός κι αν βρισκόταν κανένα ταξί της εποχής απο τα λίγα που κυκλοφορούσαν και μας έπαιρνε.
Την επόμενη μέρα αχάραγο σχεδόν με ξυπνούσε πάλι η γιαγιά, να ντυθώ με τα καλά μου (αυτό πια γι αυτό το περίμενα!), τα απάτητα λουστρινένια παπούτσια μου και τα δαντελωτά μου καλτσάκια,να φτιάξω τις μπούκλες μου και λάμποντας απο καθαριότητα και καινουργίλα, αφού πάρω συχώρεση απο ολα τα μέλη της οικογένειας για τις μεγάλες μου αμαρτίες (!!!), να πάρουμε πάλι το δρόμο για τη Χώρα.
Στον Αγιο Λάζαρο αυτή τη φορά, ήταν η πιο κοντινή μας στην Καμάρα εκκλησία.
Μία λειτουργία όσο και νάσαι του κουτιού και να καμαρώνεις, είναι πάντα βαρετή για ένα παιδί και φούσκωνα και ξεφούσκωνα μεχρι να τελειώσει, μέχρι που ερχόταν η ώρα του κοινωνίσματος.
Οπότε γυρίζαμε στο σπίτι, πάλι με τα πόδια, που συνήθως είχαν αποκτήσει φουσκάλες απο τα καινούργια παπούτσια. Ετσι το κοινώνισμα ακολουθούσε κλαθμός κι οδυρμός.
"Μη κλαις και θα σου φύγει το χρυσό δόντι" με φοβέριζαν κι εμένα κοβόταν το κλάμα μπας και χάσω το χρυσάφι απ το στόμα που επεδείκνυα με καμάρι σ ε κάθε έναν που ερχόταν.
Μόλις γυρίζαμε στο σπίτι,η γιαγιά ανασκουμπονόταν μαζί με τη μαμά κι έμπαινε στο μαγερείο.
Επρεπε να φουρνιστούν οι κουλούρες τσι Λαμπρής, που είχε αναπιάσει απο βραδύς και να κοπούν και να καθαριστούν οι αγγινάρες, ν΄ αρχίσει η διαδικασία του γεμίσματος για το μεσημεριανό τραπέζι,που ήταν το τυπικό της ημέρας.
Οι ντοπιες είναι μαύρες και σφιχτές και παρόλ αυτά δε τους καθαρίζουμε τα φύλλα για να τις γεμίσουμε. Θέλει επιδεξειότητα να παραμερισθούν τα φύλλα να βρεις την καρδιά και να τη γεμίσεις μ αρκετή ποσότητα ρυζιού, ανακατεμένου με μπόλικο σκορδάκι και μάραθο.
Μ άρεσε και μ αρέσει να ξεσπυράω τα φύλλα της αγγινάρας ένα-ένα,ακόμα και ωμής κι ας πικρίζει.
Μεγάλη Πέμπτη και το σπίτι μοσχοβολούσε γλυκάνισο απο φρεσκοψημένο ζυμωτό και αγγινάρες με κουκιά!
Δε διανοούμαστε τέτοια μερα να φάμε κάτι άλλο, μόνο που απο μας τις κοινωνισμένες μαζεύονταν τα φύλλα που είχαμε φάει και καίγονταν στη φωτιά να μην πεταχτούν στα σκουπίδια.
Το βράδυ στα 12 Ευαγγέλια πάντα στον Αγιο.
Μικρό παιδί λόγω της μεγάλης διάρκειας δε μ έπαιρναν μαζί τους, άκουγα όμως την επομένη το θαυμασμό του μπαμπά μου, πόσο ωραία έψαλε το "Σήμερον κρεμάται επι ξύλου" ο Μαλλιαρίτσης(ψάλτης της εποχής που άφησε εποχή για την καλλιφωνία του)!
Μεγαλώνοντας αρχισαν να με παίρνουν όταν είχε προχωρήσει αρκετά η λειτουργία (επειδή ως παιδί είχα μία ευαισθησία στο λιβάνι, μ έπιανε λιποψυχιά και πολλές φορές λυποθυμούσα) και κόντευε να φτάσει στο 11ο Ευαγγέλιο, που εθιμικά σε μας τότε βγαίνει ο Εσταυρωμένος και γίνεται η περιφορά.
Αργά πια, κοντά 12, γυρίζαμε στο σπίτι.
Η μέρα που ξημέρωνε μέρα μεγάλου πένθους!
Οι καμπάνες των εκκλησιών απο τη Μ.Πέμπτη "χήρευαν" (έδεναν δηλ. μέχρι την Πρώτη Ανάσταση)
Ακόμα και μικρό παιδί που ήμουν, ένοιωθα, οτι κάτι κακό είχε συμβεί, που μας αφορούσε και ως οικογένεια.
Δεν έπινα το γάλα μου, δεν έστρωνα το κρεββάτι μου, δε γινόταν τίποτα μέσα στο σπίτι,καμιά δουλειά, ούτε καν φιλί ανταλλάσαμε όπως συνηθίζαμε κάθε πρωί.
Το φιλί αυτό θάταν φιλί προδοσίας αν δινόταν!
Τραπέζι δε στρωνόταν , στα όρθια και για χάρη μου λόγω ηλικίας, τρώγαμε κουκιά βραστά χωρίς λάδι κι εγω μπορούσα να ξεσπαλιάσω κανένα κομμάτι ψωμί να ξεγελάσω την κοιλιά που γουργούριζε, γιατί στις 2 η ώρα θάπρεπε νάμαστε στην Πλατεία για το Σταυρό!
Στα μαύρα η μαμά μου, με σκούρο κοστούμι και μαύρη γραβάτα κι ο μπαμπάς, 2 η ώρα ακριβώς, ήμασταν μπροστά απο την εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Μώλου.
Απο εκεί έβγαινε και βγαίνει ο Εσταυρωμένος υπο του ήχους μίας ανατριχιαστικής μουσικής υπόκρουσης "Ινα τι εφρύαξαν έθνη" ,όπου πένθιμα και κατανυκτικά κάνει μία μεγάλη περιφορά όλη την Πόλη και γυρίζοντας ξανά στην Πλατεία γίνεται απο το Δεσπότη η Ευλογία του σύμπαντος.
Κουραστική μέρα, αλλά υποβλητική, τόσο μέσα μας όσο κι εξω στον περιβάλλοντα χώρο.
Η Φύση σύσσωμη πενθεί!
Το βράδυ στον Επιτάφιο, πάλι μέχρι μία ηλικία, δε μ έπαιρναν μαζί τους.
Προσπαθούσα να κρατηθώ ξάγρυπνη να τους ακούσω, να τρέξω να με πάρουν μαζί τους,αλλά φευ! δε τα κατάφερνα ποτέ.
Πρέπει νάμουν Πέμπτη ή Έκτη Δημοτικού που μου έταξαν οτι ήρθε η ώρα επιτέλους να με πάρουν. Κρατούσα τα μάτια να μη γλαρώσουν και με ξεγελάσουν και φύγουν πάλι χωρίς εμένα.
Πόσο ανυπομονούσα να μεγαλώσω όλ αυτά τα χρόνια, να με παίρνουν κι εμένα στον Επιτάφιο και πόσο αξέχαστη μου έμεινε εκείνη η πρώτη φορά!
4.30 το χάραμα βγαίνει ο Επιτάφιος της Μητρόπολης.
Ο μοναδικός Επιτάφιος που περιφέρεται εκτός της εκκλησίας.
Μεσ΄ το γλυκοχάραμα, με το κρύο ακόμα να τσούζει τους μισοκοιμισμένους πιστούς που τρέχουν να προλάβουν το βγάρσιμο,με τα αρώματα απο τα νερατζάνθια των περιβολιών να διαχέονται στην ατμόσφαιρα και γενικά μ΄ ένα σκηνικό που αλλάζει πολύ απο το μεσημεριανό και γίνεται όλο και πιο αναστάσιμο!
Με έκπληκτα μάτια βίωσα ό,τι έλαβε χώρα εκείνο το πρωινό ξημερώνοντας Μ.Σάββατο!
Τα μαγαζιά που ανακατεύονταν οι ταμπέλες τους απο ενέργειες διαφόρων αντεταδόρων και μαντσιαδόρων που ήθελαν να περιπαίξουν τους μαγαζάτορες κι άλλαζαν την ταμπέλα του ραφείου με του Φαρμακείου π.χ. και διάφορα άλλα τέτοια.
Την Πρωτη Ανάσταση (Gloria ή Κομμάτι) στην Πλατεία Αγ.Μάρκου με την εκκωφαντική ομοβροντία απο το σπάσιμο των σταμνών που έτρεχαν όλοι να προμηθευτούν απο τον Παπαρουνάκια.
Μέχρι και το μπάσιμο του πρώτου σφαγμένου ζώου στα χασάπικα έζησα εκείνη την πρώτη φορά!
Ηταν ένα έθιμο απο τα χρόνια της Ενετοκρατίας οταν απαγορευόταν αυστηρά η σφαγή των ζώων την περίοδο της Σαρακοστής και ξημερώματα Μ.Σαββάτου προσπαθούσε ο ένας κρεοπώλης να παράβγει στον άλλον και να μπάσει στη Χώρα το πρώτο σφαγιο. Επι Ενετοκρατίας ο πρώτος κρεοπώλης που θα έσφαζε θα έδινε όλο ή μέρος του ζώου στον Προβλεπτή του Νησιού κι έτσι έμεινε να λέγεται "Κομμάτι" και η Πρωτη Ανάσταση.
Στο γυρισμό η γιαγιά με περίμενε μ ένα κεραμίδι ή ένα πιάτο στο κατώφλι του σπιτιού να το σπάσω και να πω: "Στη μπομπή των Οβραίωνε και στη χαρά των Χριστιανώνε"
Κατάποκη και νυσταγμένη μπορεί να ήμουν, αλλά η χαρά και το θαυμαστό όσων έζησα, με το ματζέτο του Επιταφίου στο βάζο πια να σκορπίζει αναστάσιμες ευωδιές, πού να μ αφήσει να κοιμηθώ οταν γυρίζαμε μέρα πια στο σπίτι!
Η ιεροτελεστία του βρασίματος των κόκκινων αυγών είχε σειρά.
Με βαφές του ρούχωνε για να πιάνουν καλά και με "χαλκομανίες" φυλλαράκια απο τα φυτά τα βάφαμε, τα γυαλίζαμε με ένα πανάκι λάδωμένο και καμαρώναμε το χρώμα που κάμανε και φέτος (καλός οιωνός για το σπίτι)!
Η Μεγάλη Παρασκευή και αυτό το ξημέρωμα του Μεγάλου Σαββάτου είναι ο,τι περισσότερο αγαπώ σε τούτο τον Τόπο!
Ποτέ μου δε θέλησα να βρεθώ κάπου αλλού,να ζήσω έναν άλλο τρόπο εορτασμού.
Για μένα είναι ΜΟΝΑΔΙΚΟ, κατανυκτικό, ανατριχιαστικά υποβλητικό.
Το ένοιωθα και το νοιώθω με όλες μου τις αισθήσεις.
Είναι συγκλονιστικό πως περνάμε απο το σκοτάδι στο φως,απο το θάνατο στην Ανάσταση και έτσι ακριβώς αυτή η μεταστροφή βιώνεται και μεσα στην εκκλησία που πάλλεται απο τις φωνές των πιστών στο "Τον Κύριον υμνείτε..." και μετά απο τις κλειστές πορτες του Ιερού,μέσα απο το σκοτάδι πετιέται ο Δεσπότης κραδαίνοντας ψηλά την εικόνα της Ανάστασης και πετώντας δάφνες απ άκρου σ άκρον στο ναό!
Ηδη στην Πλατεία οι υπάλληλοι του Δήμου έχουν μαζέψει τα θραύσματα απο τα σπασμένα πήλινα και στήνουν το πάρκο της Ανάστασης.
Μια άλλη μέρα ξημερωσε, άλλη ψυχολογία, χαρούμενα πρόσωπα που ανταλάσσουν ευχές για Καλή Ανάσταση.
Ευγνωμονώ αυτούς που με μύησαν σ΄ αυτά τα έθιμα,που μ΄ έκαναν να τ΄ αγαπήσω και να τα νοιώθω αναπόσπαστο μέρος της ύπαρξής μου.
Μπορεί κάποιοι να εχουν φύγει ήδη, αλλά έχουν αφήσει τόσο βαθειά τα πατήματά τους στη ζωή μου,που χωρίς αυτούς δε πορεύομαι .
Απρόσμενο και για μένα.
Είναι ένα προσωπικό πισωγύρισμα, που λίγο θα ενδιαφέρει τους πολλούς.
Απλά φέτος αποφάσισα πιο οργανωμένα, μέσω του F/b λόγω της απήχησης που έχει, να κάνω μια δημοσιοποίηση των εθίμων μας για το Ζακυθινό Μεγαλοβδόμαδο, γι αυτούς που θάθελαν να μάθουν και κάποια στιγμή να το ζήσουν, κι εκεί μου ήρθε και μ έπνιξε το συναίσθημα, οι αναμνήσεις...και σταμάτησα για να το συνεχίσω εδώ. γιατί εδώ είναι το σπίτι μου κι επιθυμώ να καταγραφεί.
Κάθε τέτοιες μέρες, περισσότερο απο κάθε άλλη, το μυαλό ανατρέχει χρόνια πίσω κι ανακαλεί πρόσωπα και γεγονότα που έχουν πια γίνει ένα τρυφερό παρελθόν.
Δε ξέρω αν αυτό σημαίνει συμπτώματα γήρατος, για μένα είναι ένα ξαναβάπτισμα στην κολυμπήθρα της αθωότητας.
Αυτές τις μέρες θυμάμαι πάντα, έναν αναβρασμό στο σπίτι μας.
Καθαρίσματα εντός, ασβεστώματα στις αυλές, ο,τι γίνεται για μια αλλαγή εποχής αλλά συγχρόνως για να τιμηθεί και να γιορτάσουμε ένα μεγάλο θρησκευτικό γεγονός.
Είχα την τύχη να μεγαλώσω με παππού και γιαγιά στο σπίτι. Ετσι απο τον παππού έμαθα ιστορίες που δε πρόλαβα να ζήσω, και απο τη γιαγιά έμαθα τα υπόλοιπα. Οχι με ευκολία τότε ομολογώ, γιατί ένα παιδί θέλει να παίξει κι οχι να μάθει να γίνει καλή νοικοκυρά,όμως τώρα ευγνωμονώ πολλάκις τη γιαγιά μου.
Βέβαια αυτές οι μέρες για ένα παιδί που δεν έχει πλήρη συναίσθηση του τι συμβαίνει,ήταν ένας χαρούμενος ξεσηκωμός μεν, αλλά οι εκκλησιασμοί ήταν μία δοκιμασία αντοχών.
Κι αφού έμεινα στη Μ.Τρίτη, συνεχίζω εδώ με τη Μ.Τετάρτη,όπου αμέσως μετά το μεσημεριανό φαγητό ντυνόμασταν, εγω κι η γιαγιά και πιασμένες απο το χέρι παίρναμε το δρόμο ποδαράτο για τη Χώρα
Δε ξέρω γιατί ουδέποτε προτιμήσαμε το Χωριό μας, γι αυτό όλες μου οι συνήθειες και τα έθιμα με τη Χώρα είναι συνδεδεμένα
Η απόσταση δεν είναι μεγάλη 2 χιλιόμετρα όλα κι όλα, αλλά για τα μικρά ποδαράκια αρκετή!
Παίρναμε λοιπόν την κατηφόρα να παμε στον Αγιό μας για να μυρωθούμε.
Λιγνή κι αεικίνητη η γιαγιά, με μεγαλύτερη δρασκελιά απο τη δικιά μου, αγωνιζόμουν να τη φτάσω και να συμπορευόμαστε.
Ειλικρινά δε θυμάμαι αν πρώτα πηγαίναμε για εξομολόγηση και μετά στα Ευχέλαια, πάντως γίνονταν και τα δύο
Ανεβαίναμε τα σκαλιά ενός παλιού δίπατου σπιτιού κι εκεί ένας σεβάσμιος γέροντας,οχι μόνο στα μάτια τα δικά μου αλλά κι όλης της ζακυθινής κοινωνίας,ο παπά Γαλάνης μας εξομολογούσε.
Τον αγαπούσαν όλοι ιδιαίτερα αυτό τον ιερωμένο,αφ ενός γιατί τιμούσε το σχήμα του κι αφ ετέρου είχε την πικρή τύχη στο σεισμό του '53 να χάσει τη μονάκριβη κόρη του.
Με ρωτούσε αν ήμουν υπάκουο παιδί, αν έτρωγα το γλυκό της μαμάς μου, τι να ρωτήσει τώρα απο ένα νήπιο. Ομως ήταν προυπόθεση η εξομολόγηση της επακολουθούσης θείας Κοινωνίας
Σούρουπο πια και κατάκοπη εγω, γυρίζαμε στο σπίτι πάλι με τα πόδια,εκτός κι αν βρισκόταν κανένα ταξί της εποχής απο τα λίγα που κυκλοφορούσαν και μας έπαιρνε.
Την επόμενη μέρα αχάραγο σχεδόν με ξυπνούσε πάλι η γιαγιά, να ντυθώ με τα καλά μου (αυτό πια γι αυτό το περίμενα!), τα απάτητα λουστρινένια παπούτσια μου και τα δαντελωτά μου καλτσάκια,να φτιάξω τις μπούκλες μου και λάμποντας απο καθαριότητα και καινουργίλα, αφού πάρω συχώρεση απο ολα τα μέλη της οικογένειας για τις μεγάλες μου αμαρτίες (!!!), να πάρουμε πάλι το δρόμο για τη Χώρα.
Στον Αγιο Λάζαρο αυτή τη φορά, ήταν η πιο κοντινή μας στην Καμάρα εκκλησία.
Μία λειτουργία όσο και νάσαι του κουτιού και να καμαρώνεις, είναι πάντα βαρετή για ένα παιδί και φούσκωνα και ξεφούσκωνα μεχρι να τελειώσει, μέχρι που ερχόταν η ώρα του κοινωνίσματος.
Οπότε γυρίζαμε στο σπίτι, πάλι με τα πόδια, που συνήθως είχαν αποκτήσει φουσκάλες απο τα καινούργια παπούτσια. Ετσι το κοινώνισμα ακολουθούσε κλαθμός κι οδυρμός.
"Μη κλαις και θα σου φύγει το χρυσό δόντι" με φοβέριζαν κι εμένα κοβόταν το κλάμα μπας και χάσω το χρυσάφι απ το στόμα που επεδείκνυα με καμάρι σ ε κάθε έναν που ερχόταν.
Μόλις γυρίζαμε στο σπίτι,η γιαγιά ανασκουμπονόταν μαζί με τη μαμά κι έμπαινε στο μαγερείο.
Επρεπε να φουρνιστούν οι κουλούρες τσι Λαμπρής, που είχε αναπιάσει απο βραδύς και να κοπούν και να καθαριστούν οι αγγινάρες, ν΄ αρχίσει η διαδικασία του γεμίσματος για το μεσημεριανό τραπέζι,που ήταν το τυπικό της ημέρας.
Οι ντοπιες είναι μαύρες και σφιχτές και παρόλ αυτά δε τους καθαρίζουμε τα φύλλα για να τις γεμίσουμε. Θέλει επιδεξειότητα να παραμερισθούν τα φύλλα να βρεις την καρδιά και να τη γεμίσεις μ αρκετή ποσότητα ρυζιού, ανακατεμένου με μπόλικο σκορδάκι και μάραθο.
Μ άρεσε και μ αρέσει να ξεσπυράω τα φύλλα της αγγινάρας ένα-ένα,ακόμα και ωμής κι ας πικρίζει.
Μεγάλη Πέμπτη και το σπίτι μοσχοβολούσε γλυκάνισο απο φρεσκοψημένο ζυμωτό και αγγινάρες με κουκιά!
Δε διανοούμαστε τέτοια μερα να φάμε κάτι άλλο, μόνο που απο μας τις κοινωνισμένες μαζεύονταν τα φύλλα που είχαμε φάει και καίγονταν στη φωτιά να μην πεταχτούν στα σκουπίδια.
Το βράδυ στα 12 Ευαγγέλια πάντα στον Αγιο.
Μικρό παιδί λόγω της μεγάλης διάρκειας δε μ έπαιρναν μαζί τους, άκουγα όμως την επομένη το θαυμασμό του μπαμπά μου, πόσο ωραία έψαλε το "Σήμερον κρεμάται επι ξύλου" ο Μαλλιαρίτσης(ψάλτης της εποχής που άφησε εποχή για την καλλιφωνία του)!
Μεγαλώνοντας αρχισαν να με παίρνουν όταν είχε προχωρήσει αρκετά η λειτουργία (επειδή ως παιδί είχα μία ευαισθησία στο λιβάνι, μ έπιανε λιποψυχιά και πολλές φορές λυποθυμούσα) και κόντευε να φτάσει στο 11ο Ευαγγέλιο, που εθιμικά σε μας τότε βγαίνει ο Εσταυρωμένος και γίνεται η περιφορά.
Αργά πια, κοντά 12, γυρίζαμε στο σπίτι.
Η μέρα που ξημέρωνε μέρα μεγάλου πένθους!
Οι καμπάνες των εκκλησιών απο τη Μ.Πέμπτη "χήρευαν" (έδεναν δηλ. μέχρι την Πρώτη Ανάσταση)
Mater Dolorosa |
Δεν έπινα το γάλα μου, δεν έστρωνα το κρεββάτι μου, δε γινόταν τίποτα μέσα στο σπίτι,καμιά δουλειά, ούτε καν φιλί ανταλλάσαμε όπως συνηθίζαμε κάθε πρωί.
Το φιλί αυτό θάταν φιλί προδοσίας αν δινόταν!
Τραπέζι δε στρωνόταν , στα όρθια και για χάρη μου λόγω ηλικίας, τρώγαμε κουκιά βραστά χωρίς λάδι κι εγω μπορούσα να ξεσπαλιάσω κανένα κομμάτι ψωμί να ξεγελάσω την κοιλιά που γουργούριζε, γιατί στις 2 η ώρα θάπρεπε νάμαστε στην Πλατεία για το Σταυρό!
Στα μαύρα η μαμά μου, με σκούρο κοστούμι και μαύρη γραβάτα κι ο μπαμπάς, 2 η ώρα ακριβώς, ήμασταν μπροστά απο την εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Μώλου.
Απο εκεί έβγαινε και βγαίνει ο Εσταυρωμένος υπο του ήχους μίας ανατριχιαστικής μουσικής υπόκρουσης "Ινα τι εφρύαξαν έθνη" ,όπου πένθιμα και κατανυκτικά κάνει μία μεγάλη περιφορά όλη την Πόλη και γυρίζοντας ξανά στην Πλατεία γίνεται απο το Δεσπότη η Ευλογία του σύμπαντος.
Η Φύση σύσσωμη πενθεί!
Το βράδυ στον Επιτάφιο, πάλι μέχρι μία ηλικία, δε μ έπαιρναν μαζί τους.
Προσπαθούσα να κρατηθώ ξάγρυπνη να τους ακούσω, να τρέξω να με πάρουν μαζί τους,αλλά φευ! δε τα κατάφερνα ποτέ.
Πρέπει νάμουν Πέμπτη ή Έκτη Δημοτικού που μου έταξαν οτι ήρθε η ώρα επιτέλους να με πάρουν. Κρατούσα τα μάτια να μη γλαρώσουν και με ξεγελάσουν και φύγουν πάλι χωρίς εμένα.
Πόσο ανυπομονούσα να μεγαλώσω όλ αυτά τα χρόνια, να με παίρνουν κι εμένα στον Επιτάφιο και πόσο αξέχαστη μου έμεινε εκείνη η πρώτη φορά!
4.30 το χάραμα βγαίνει ο Επιτάφιος της Μητρόπολης.
Βαρύς ξυλόγλυπτος χρυσωμένος Επιτάφιος με αμφιπρόσωπη ξυλόγλυπτη αγιογραφία του Χριστου, επονομαζόμενη "Αμνός" |
Μεσ΄ το γλυκοχάραμα, με το κρύο ακόμα να τσούζει τους μισοκοιμισμένους πιστούς που τρέχουν να προλάβουν το βγάρσιμο,με τα αρώματα απο τα νερατζάνθια των περιβολιών να διαχέονται στην ατμόσφαιρα και γενικά μ΄ ένα σκηνικό που αλλάζει πολύ απο το μεσημεριανό και γίνεται όλο και πιο αναστάσιμο!
Με έκπληκτα μάτια βίωσα ό,τι έλαβε χώρα εκείνο το πρωινό ξημερώνοντας Μ.Σάββατο!
Τα μαγαζιά που ανακατεύονταν οι ταμπέλες τους απο ενέργειες διαφόρων αντεταδόρων και μαντσιαδόρων που ήθελαν να περιπαίξουν τους μαγαζάτορες κι άλλαζαν την ταμπέλα του ραφείου με του Φαρμακείου π.χ. και διάφορα άλλα τέτοια.
Την Πρωτη Ανάσταση (Gloria ή Κομμάτι) στην Πλατεία Αγ.Μάρκου με την εκκωφαντική ομοβροντία απο το σπάσιμο των σταμνών που έτρεχαν όλοι να προμηθευτούν απο τον Παπαρουνάκια.
Μέχρι και το μπάσιμο του πρώτου σφαγμένου ζώου στα χασάπικα έζησα εκείνη την πρώτη φορά!
Ηταν ένα έθιμο απο τα χρόνια της Ενετοκρατίας οταν απαγορευόταν αυστηρά η σφαγή των ζώων την περίοδο της Σαρακοστής και ξημερώματα Μ.Σαββάτου προσπαθούσε ο ένας κρεοπώλης να παράβγει στον άλλον και να μπάσει στη Χώρα το πρώτο σφαγιο. Επι Ενετοκρατίας ο πρώτος κρεοπώλης που θα έσφαζε θα έδινε όλο ή μέρος του ζώου στον Προβλεπτή του Νησιού κι έτσι έμεινε να λέγεται "Κομμάτι" και η Πρωτη Ανάσταση.
Στο γυρισμό η γιαγιά με περίμενε μ ένα κεραμίδι ή ένα πιάτο στο κατώφλι του σπιτιού να το σπάσω και να πω: "Στη μπομπή των Οβραίωνε και στη χαρά των Χριστιανώνε"
Κατάποκη και νυσταγμένη μπορεί να ήμουν, αλλά η χαρά και το θαυμαστό όσων έζησα, με το ματζέτο του Επιταφίου στο βάζο πια να σκορπίζει αναστάσιμες ευωδιές, πού να μ αφήσει να κοιμηθώ οταν γυρίζαμε μέρα πια στο σπίτι!
Η ιεροτελεστία του βρασίματος των κόκκινων αυγών είχε σειρά.
Με βαφές του ρούχωνε για να πιάνουν καλά και με "χαλκομανίες" φυλλαράκια απο τα φυτά τα βάφαμε, τα γυαλίζαμε με ένα πανάκι λάδωμένο και καμαρώναμε το χρώμα που κάμανε και φέτος (καλός οιωνός για το σπίτι)!
Η Μεγάλη Παρασκευή και αυτό το ξημέρωμα του Μεγάλου Σαββάτου είναι ο,τι περισσότερο αγαπώ σε τούτο τον Τόπο!
Ποτέ μου δε θέλησα να βρεθώ κάπου αλλού,να ζήσω έναν άλλο τρόπο εορτασμού.
Για μένα είναι ΜΟΝΑΔΙΚΟ, κατανυκτικό, ανατριχιαστικά υποβλητικό.
Το ένοιωθα και το νοιώθω με όλες μου τις αισθήσεις.
Είναι συγκλονιστικό πως περνάμε απο το σκοτάδι στο φως,απο το θάνατο στην Ανάσταση και έτσι ακριβώς αυτή η μεταστροφή βιώνεται και μεσα στην εκκλησία που πάλλεται απο τις φωνές των πιστών στο "Τον Κύριον υμνείτε..." και μετά απο τις κλειστές πορτες του Ιερού,μέσα απο το σκοτάδι πετιέται ο Δεσπότης κραδαίνοντας ψηλά την εικόνα της Ανάστασης και πετώντας δάφνες απ άκρου σ άκρον στο ναό!
Ηδη στην Πλατεία οι υπάλληλοι του Δήμου έχουν μαζέψει τα θραύσματα απο τα σπασμένα πήλινα και στήνουν το πάρκο της Ανάστασης.
Μια άλλη μέρα ξημερωσε, άλλη ψυχολογία, χαρούμενα πρόσωπα που ανταλάσσουν ευχές για Καλή Ανάσταση.
Ευγνωμονώ αυτούς που με μύησαν σ΄ αυτά τα έθιμα,που μ΄ έκαναν να τ΄ αγαπήσω και να τα νοιώθω αναπόσπαστο μέρος της ύπαρξής μου.
Μπορεί κάποιοι να εχουν φύγει ήδη, αλλά έχουν αφήσει τόσο βαθειά τα πατήματά τους στη ζωή μου,που χωρίς αυτούς δε πορεύομαι .
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ.