...

...chi lavora con le mani 'e un operaio,chi lavora con le mani e con la mente 'e un Artigiano,chi lavora con le mani e con la mente e con il cuore 'e un Artista!!!

San Francesco di Assisi



Animated Pictures Myspace Comments
Welcome Myspace Comments

Τετάρτη 27 Απριλίου 2016

Παιδιάστικα ανασκαλέματα

Ξέρω, σας χαιρέτησα, σας ευχήθηκα, αλλά ... ξαναγυρίζω.
Απρόσμενο και για μένα.
Είναι ένα προσωπικό πισωγύρισμα, που λίγο θα ενδιαφέρει τους πολλούς.
Απλά φέτος αποφάσισα πιο οργανωμένα, μέσω του F/b λόγω της απήχησης που έχει, να κάνω μια δημοσιοποίηση των εθίμων μας για το Ζακυθινό Μεγαλοβδόμαδο, γι αυτούς που θάθελαν να μάθουν και κάποια στιγμή να το ζήσουν, κι εκεί μου ήρθε και μ έπνιξε το συναίσθημα, οι αναμνήσεις...και σταμάτησα για να το συνεχίσω εδώ. γιατί εδώ είναι το  σπίτι μου κι επιθυμώ να καταγραφεί.
Κάθε τέτοιες μέρες, περισσότερο απο κάθε άλλη, το μυαλό ανατρέχει χρόνια πίσω κι ανακαλεί πρόσωπα και γεγονότα που έχουν πια γίνει ένα τρυφερό παρελθόν.
Δε ξέρω αν αυτό σημαίνει συμπτώματα  γήρατος, για μένα είναι ένα ξαναβάπτισμα στην κολυμπήθρα της αθωότητας.
Αυτές τις μέρες θυμάμαι πάντα, έναν αναβρασμό στο σπίτι μας.
Καθαρίσματα εντός, ασβεστώματα στις αυλές, ο,τι γίνεται για μια αλλαγή εποχής αλλά συγχρόνως για να τιμηθεί και να γιορτάσουμε ένα μεγάλο θρησκευτικό γεγονός.
Είχα την τύχη να μεγαλώσω με παππού και γιαγιά στο σπίτι. Ετσι απο τον παππού έμαθα ιστορίες που δε πρόλαβα να ζήσω, και απο τη γιαγιά έμαθα τα υπόλοιπα. Οχι με ευκολία τότε ομολογώ, γιατί ένα παιδί θέλει να παίξει κι οχι να μάθει να γίνει καλή νοικοκυρά,όμως τώρα ευγνωμονώ πολλάκις τη γιαγιά μου.
Βέβαια αυτές οι μέρες για ένα παιδί που δεν έχει πλήρη συναίσθηση του τι συμβαίνει,ήταν ένας χαρούμενος ξεσηκωμός μεν, αλλά οι εκκλησιασμοί ήταν μία δοκιμασία αντοχών.
Κι αφού έμεινα στη Μ.Τρίτη, συνεχίζω εδώ με τη Μ.Τετάρτη,όπου αμέσως μετά το μεσημεριανό φαγητό ντυνόμασταν, εγω κι η γιαγιά και πιασμένες απο το χέρι παίρναμε το δρόμο ποδαράτο για τη Χώρα
Δε ξέρω γιατί ουδέποτε προτιμήσαμε το Χωριό μας, γι αυτό όλες μου οι συνήθειες και τα έθιμα με τη Χώρα είναι συνδεδεμένα
Η απόσταση δεν είναι μεγάλη 2 χιλιόμετρα όλα κι όλα, αλλά για τα μικρά ποδαράκια αρκετή!
Παίρναμε λοιπόν την κατηφόρα να παμε στον Αγιό μας για να μυρωθούμε.
Λιγνή κι αεικίνητη η γιαγιά, με μεγαλύτερη δρασκελιά απο τη δικιά μου, αγωνιζόμουν να τη φτάσω και να συμπορευόμαστε.
Ειλικρινά δε θυμάμαι αν πρώτα πηγαίναμε για εξομολόγηση και μετά στα Ευχέλαια, πάντως γίνονταν και τα δύο
Ανεβαίναμε τα σκαλιά ενός παλιού δίπατου σπιτιού κι εκεί ένας σεβάσμιος γέροντας,οχι μόνο στα μάτια τα δικά μου αλλά κι όλης της ζακυθινής κοινωνίας,ο παπά Γαλάνης μας εξομολογούσε.
Τον αγαπούσαν όλοι ιδιαίτερα αυτό τον ιερωμένο,αφ ενός γιατί τιμούσε το σχήμα του κι αφ ετέρου είχε την πικρή τύχη στο σεισμό του '53 να χάσει τη μονάκριβη κόρη του.
Με ρωτούσε αν ήμουν υπάκουο παιδί, αν έτρωγα το γλυκό της μαμάς μου, τι να ρωτήσει τώρα απο ένα νήπιο. Ομως ήταν προυπόθεση η εξομολόγηση της επακολουθούσης θείας Κοινωνίας
Σούρουπο πια και κατάκοπη εγω, γυρίζαμε στο σπίτι πάλι με τα πόδια,εκτός κι αν βρισκόταν κανένα ταξί της εποχής απο τα λίγα που κυκλοφορούσαν και μας έπαιρνε.
Την επόμενη μέρα αχάραγο σχεδόν με ξυπνούσε πάλι η γιαγιά, να ντυθώ με τα καλά μου (αυτό πια γι αυτό το περίμενα!), τα απάτητα λουστρινένια παπούτσια μου και τα δαντελωτά μου καλτσάκια,να φτιάξω τις μπούκλες μου και λάμποντας απο καθαριότητα και καινουργίλα, αφού πάρω συχώρεση απο ολα τα μέλη της οικογένειας για τις μεγάλες μου αμαρτίες (!!!),  να πάρουμε πάλι το δρόμο για τη Χώρα.
Στον Αγιο Λάζαρο αυτή τη φορά, ήταν η πιο κοντινή μας στην Καμάρα εκκλησία.
Μία λειτουργία όσο και νάσαι του κουτιού και να καμαρώνεις, είναι πάντα βαρετή για ένα παιδί και φούσκωνα και ξεφούσκωνα μεχρι να τελειώσει, μέχρι που ερχόταν η ώρα του κοινωνίσματος.
Οπότε γυρίζαμε στο σπίτι, πάλι με τα πόδια, που συνήθως είχαν αποκτήσει φουσκάλες απο τα καινούργια παπούτσια. Ετσι το κοινώνισμα ακολουθούσε κλαθμός κι οδυρμός.
"Μη κλαις και θα σου φύγει το χρυσό δόντι" με φοβέριζαν κι  εμένα κοβόταν το κλάμα μπας και χάσω το χρυσάφι απ το στόμα που επεδείκνυα με καμάρι σ ε κάθε έναν που ερχόταν.
Μόλις γυρίζαμε στο σπίτι,η γιαγιά ανασκουμπονόταν  μαζί με τη μαμά κι έμπαινε στο μαγερείο.
Επρεπε να φουρνιστούν οι κουλούρες τσι Λαμπρής, που είχε αναπιάσει απο βραδύς και να κοπούν  και να καθαριστούν οι αγγινάρες,  ν΄ αρχίσει η διαδικασία του γεμίσματος για το μεσημεριανό τραπέζι,που ήταν το τυπικό της ημέρας.
Οι ντοπιες είναι μαύρες και σφιχτές  και παρόλ αυτά δε τους καθαρίζουμε τα φύλλα για να τις γεμίσουμε. Θέλει επιδεξειότητα να παραμερισθούν  τα φύλλα να βρεις την καρδιά και να τη γεμίσεις μ αρκετή ποσότητα ρυζιού, ανακατεμένου με μπόλικο σκορδάκι και μάραθο.
Μ άρεσε και μ αρέσει να ξεσπυράω τα φύλλα της αγγινάρας ένα-ένα,ακόμα και ωμής κι ας πικρίζει.
Μεγάλη Πέμπτη και το σπίτι μοσχοβολούσε γλυκάνισο απο φρεσκοψημένο ζυμωτό και αγγινάρες με κουκιά!
Δε διανοούμαστε τέτοια μερα να φάμε κάτι άλλο, μόνο που απο  μας τις κοινωνισμένες μαζεύονταν τα φύλλα που είχαμε φάει και καίγονταν στη φωτιά να μην πεταχτούν στα σκουπίδια.
Το βράδυ στα 12 Ευαγγέλια πάντα  στον Αγιο.
Μικρό παιδί λόγω της μεγάλης διάρκειας δε μ έπαιρναν μαζί τους, άκουγα όμως την επομένη το θαυμασμό του μπαμπά μου, πόσο ωραία έψαλε το "Σήμερον κρεμάται επι ξύλου" ο Μαλλιαρίτσης(ψάλτης της εποχής που άφησε εποχή για την καλλιφωνία του)!
 Μεγαλώνοντας αρχισαν να με παίρνουν όταν είχε προχωρήσει  αρκετά η λειτουργία (επειδή ως παιδί είχα μία ευαισθησία στο λιβάνι, μ έπιανε λιποψυχιά και πολλές φορές λυποθυμούσα) και κόντευε να φτάσει στο 11ο Ευαγγέλιο, που εθιμικά σε μας τότε βγαίνει ο Εσταυρωμένος και γίνεται η περιφορά.
Αργά πια, κοντά 12, γυρίζαμε στο σπίτι.


Η μέρα που ξημέρωνε μέρα μεγάλου πένθους!
Οι καμπάνες των εκκλησιών απο τη Μ.Πέμπτη "χήρευαν" (έδεναν δηλ. μέχρι την Πρώτη Ανάσταση)
Mater Dolorosa
Ακόμα και μικρό παιδί που ήμουν, ένοιωθα, οτι κάτι κακό είχε συμβεί, που μας αφορούσε και ως οικογένεια.
Δεν έπινα το γάλα μου, δεν έστρωνα το κρεββάτι μου, δε γινόταν τίποτα μέσα στο σπίτι,καμιά δουλειά, ούτε καν φιλί ανταλλάσαμε όπως συνηθίζαμε κάθε πρωί.
Το φιλί αυτό θάταν φιλί προδοσίας αν δινόταν!
Τραπέζι δε στρωνόταν , στα όρθια και για χάρη μου λόγω ηλικίας, τρώγαμε κουκιά βραστά χωρίς λάδι κι εγω μπορούσα να ξεσπαλιάσω κανένα κομμάτι ψωμί να ξεγελάσω την κοιλιά που γουργούριζε, γιατί στις 2 η ώρα θάπρεπε νάμαστε στην Πλατεία για το Σταυρό!
Στα μαύρα η μαμά μου, με σκούρο κοστούμι και μαύρη γραβάτα κι ο μπαμπάς, 2 η ώρα ακριβώς, ήμασταν μπροστά απο την εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Μώλου.





Απο εκεί έβγαινε και βγαίνει ο Εσταυρωμένος υπο του ήχους μίας ανατριχιαστικής μουσικής υπόκρουσης "Ινα τι εφρύαξαν έθνη" ,όπου πένθιμα και κατανυκτικά κάνει  μία μεγάλη περιφορά όλη την Πόλη και γυρίζοντας ξανά στην Πλατεία γίνεται απο το Δεσπότη η Ευλογία του σύμπαντος.


Κουραστική μέρα, αλλά υποβλητική,  τόσο μέσα μας όσο κι εξω στον περιβάλλοντα χώρο.
Η Φύση σύσσωμη πενθεί!
Το βράδυ στον Επιτάφιο, πάλι μέχρι μία ηλικία, δε μ έπαιρναν μαζί τους.
Προσπαθούσα να κρατηθώ ξάγρυπνη να τους ακούσω, να τρέξω να με πάρουν μαζί τους,αλλά φευ! δε τα κατάφερνα ποτέ.
Πρέπει νάμουν Πέμπτη ή  Έκτη Δημοτικού που μου έταξαν οτι ήρθε η ώρα επιτέλους να με πάρουν. Κρατούσα τα μάτια να μη γλαρώσουν και με ξεγελάσουν και φύγουν πάλι χωρίς εμένα.
Πόσο ανυπομονούσα να μεγαλώσω όλ αυτά τα χρόνια, να με παίρνουν κι εμένα στον Επιτάφιο και πόσο αξέχαστη μου έμεινε εκείνη η πρώτη φορά!
4.30 το χάραμα βγαίνει ο Επιτάφιος της Μητρόπολης.

Βαρύς ξυλόγλυπτος  χρυσωμένος Επιτάφιος με αμφιπρόσωπη ξυλόγλυπτη αγιογραφία του Χριστου, επονομαζόμενη "Αμνός"
Ο μοναδικός Επιτάφιος που περιφέρεται εκτός της εκκλησίας.
Μεσ΄ το γλυκοχάραμα, με το κρύο ακόμα να τσούζει τους μισοκοιμισμένους πιστούς που τρέχουν να προλάβουν το βγάρσιμο,με τα αρώματα απο τα νερατζάνθια των περιβολιών να διαχέονται στην ατμόσφαιρα και γενικά μ΄ ένα σκηνικό που αλλάζει πολύ απο το μεσημεριανό και γίνεται όλο και πιο αναστάσιμο!
Με έκπληκτα μάτια βίωσα ό,τι έλαβε χώρα εκείνο το πρωινό ξημερώνοντας Μ.Σάββατο!
Τα μαγαζιά που ανακατεύονταν οι ταμπέλες τους απο ενέργειες διαφόρων αντεταδόρων και μαντσιαδόρων που ήθελαν να περιπαίξουν τους μαγαζάτορες κι άλλαζαν την ταμπέλα του ραφείου με του Φαρμακείου π.χ. και διάφορα άλλα τέτοια.
Την Πρωτη Ανάσταση  (Gloria ή Κομμάτι) στην Πλατεία Αγ.Μάρκου με την εκκωφαντική ομοβροντία απο το σπάσιμο των σταμνών που έτρεχαν όλοι να προμηθευτούν απο τον Παπαρουνάκια.
Μέχρι και το μπάσιμο του πρώτου σφαγμένου ζώου στα χασάπικα έζησα εκείνη την πρώτη φορά!
Ηταν ένα έθιμο απο τα χρόνια της Ενετοκρατίας οταν απαγορευόταν αυστηρά η σφαγή των ζώων την περίοδο της Σαρακοστής και ξημερώματα Μ.Σαββάτου προσπαθούσε ο ένας κρεοπώλης να παράβγει στον άλλον και να μπάσει στη Χώρα το πρώτο σφαγιο. Επι Ενετοκρατίας ο πρώτος κρεοπώλης που θα έσφαζε θα έδινε όλο ή μέρος του ζώου στον Προβλεπτή του Νησιού κι έτσι έμεινε να λέγεται "Κομμάτι" και η Πρωτη Ανάσταση.
Στο γυρισμό η γιαγιά με περίμενε μ ένα κεραμίδι ή ένα πιάτο στο κατώφλι του σπιτιού να το σπάσω και να πω: "Στη μπομπή των Οβραίωνε και στη χαρά των Χριστιανώνε"
Κατάποκη και νυσταγμένη μπορεί να ήμουν, αλλά η χαρά και το θαυμαστό όσων έζησα, με το ματζέτο του Επιταφίου στο βάζο πια να σκορπίζει αναστάσιμες ευωδιές,  πού να μ αφήσει να κοιμηθώ οταν γυρίζαμε μέρα πια στο σπίτι!
Η ιεροτελεστία του βρασίματος των κόκκινων αυγών είχε σειρά.
Με βαφές του ρούχωνε για να πιάνουν καλά και με "χαλκομανίες" φυλλαράκια απο τα φυτά τα βάφαμε, τα γυαλίζαμε με ένα πανάκι λάδωμένο και καμαρώναμε το χρώμα που κάμανε και φέτος (καλός οιωνός για το σπίτι)!
Η  Μεγάλη Παρασκευή και αυτό το ξημέρωμα του Μεγάλου Σαββάτου είναι ο,τι περισσότερο αγαπώ σε τούτο τον Τόπο!
Ποτέ μου δε θέλησα να βρεθώ κάπου αλλού,να ζήσω έναν άλλο τρόπο εορτασμού.
Για μένα είναι ΜΟΝΑΔΙΚΟ, κατανυκτικό, ανατριχιαστικά υποβλητικό.
Το ένοιωθα και το νοιώθω με όλες μου τις αισθήσεις.
Είναι συγκλονιστικό πως περνάμε απο το σκοτάδι στο φως,απο το θάνατο στην Ανάσταση και έτσι ακριβώς αυτή η μεταστροφή βιώνεται και μεσα στην εκκλησία που πάλλεται απο τις φωνές των πιστών στο "Τον Κύριον υμνείτε..." και μετά απο τις κλειστές πορτες του Ιερού,μέσα απο το σκοτάδι πετιέται ο Δεσπότης κραδαίνοντας ψηλά την εικόνα της Ανάστασης και πετώντας δάφνες απ άκρου σ άκρον στο ναό!
Ηδη στην Πλατεία οι υπάλληλοι του Δήμου έχουν μαζέψει τα θραύσματα απο τα σπασμένα πήλινα και στήνουν το πάρκο της Ανάστασης.
Μια άλλη μέρα ξημερωσε, άλλη ψυχολογία, χαρούμενα πρόσωπα που ανταλάσσουν ευχές για Καλή Ανάσταση.




Ευγνωμονώ αυτούς που με μύησαν σ΄ αυτά τα έθιμα,που μ΄ έκαναν να τ΄ αγαπήσω και να τα νοιώθω αναπόσπαστο μέρος της ύπαρξής μου.
Μπορεί κάποιοι να εχουν φύγει ήδη, αλλά έχουν αφήσει τόσο βαθειά τα πατήματά τους στη ζωή μου,που χωρίς αυτούς δε πορεύομαι .



ΚΑΛΗ  ΑΝΑΣΤΑΣΗ.



Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

Η Ανάσταση

Συσκευασία μεταφοράς καφέ σε θέση Πασχαλινής διακόσμησης

Η Ανάσταση. Και γέμισε χαρά,
λουλούδισε η ψυχή μου σαν το κρίνο.
Κι ανοίγω της λαχτάρας τα φτερά,
ψηλά μες στης αυγής τα φωτερά
γαλάζιο ένα αστροφώς κι εγώ να γίνω.



Ζεύγος Κοκόρων mixed media κι αυγά χήνας με decoupage


Ανάσταση.Τα σήμαντρα χτυπούν.

Κι όλα τα δένδρα ανθίζουν πέρα ως πέρα.


Πασχαλιάτικα κασπουδάκια με φυσικές φωλιές κι αυγά χήνας με decoupage


Στον κόσμο αυτό ας μάθουν ν᾿ αγαπούν
όσοι το μίσος έσπειραν κι ας πουν
«Χριστός Ανέστη ετούτη την ημέρα».

Στέλιος Σπεράντσας (Σμύρνη 1888 – Αθήνα 1962)



ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ- ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ!

Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

Τα κόκκινα παπούτσια












Τα κόκκινα παπούτσια

απο το βίβλιο της Κικής Δημουλά  "Εκτός  σχεδίου"
εκδ. Ικαρος 2004



Εχουμε πάνω  απο μία ώρα που δοκιμάζουμε παπούτσια.
Ασπρα. Αστραφτερα, χαρωπά, ανθισμένα παπούτσια. Πασχαλιάτικα. Παιδικά. Τεσσερα  πόδια  γευονται κατα κόρον το "καινούργιο" και το "αλλιώτικο" ,δοκιμάζοντας και απορρίπτοντας ό.τι  δε τους αρεσει, με το αιτιολογικό , αυτό με στενεύει...αυτό μου είναι μεγάλο... αυτό μου είναι μεγάλο και με στενεύει.  Εγω και ο υπάλληλος έχουμε κυριολεκτικά γονατίσει μπροστά σ΄αυτά τα  πόδια, προσπαθώντας να εντοπίσουμε που κείται το μεγάλο δάχτυλο, που κείται το ψεύδος. 
Κι άξαφνα, μέσα από ένα κουτί, κάνει τη μοιραία εμφάνιση ένα ζευγάρι κόκκινα κοριτσίστικα παπαρουνένια παπούτσια, μ’ ένα κόκκινο παιγνιδιάρικο κουμπάκι στο πλάι, αυτό που πιο πολύ έκαμε την καρδιά μου να σπαρταρήσει, να μικρύνει, να γίνει καρδιά παιδική, να ξανααισθανθεί. 
Ζωγραφική με χρωματιστά μολύβια by Hara


Ιπποτικά αμέσως φέρεται ο καιρός, παραμερίζει, για να ‘ρθει μπροστά μία σκονισμένη ιστορία, παλιά, πάλι με παπούτσια, με τα πρώτα παπούτσια που μ’ έκαμαν να κλάψω.
Πάσχα και πάντως μια εποχή που όλα ονομάζονταν «δύσκολα». Τα πράγματα δύσκολα, οι μέρες δύσκολες, η ζωή δύσκολη. Και τότε ακριβώς ήταν που αξίωσα ένα ζευγάρι κόκκινα παπούτσια.
— Θα την πάω στο Μοναστηράκι, στον πατριώτη μου το μαστρο-Κούλη… Θα μας φτιάξει κάτι που να ‘ναι γερό και συφερτικό, ενέδωσε με τα πολλά ο πατέρας.
Θα κόντευε Μεγάλη Βδομάδα που με πήρε ένα απομεσήμερο να πάμε στο μαστρο-Κούλη. Οι νοικοκυρές ανέμιζαν στα παράθυρα, έπλεναν τζάμια. Καθώς τα ‘τριβαν με κομμάτια εφημερίδας, εκείνα έτριζαν, κι άστραφταν σα στα παράθυρα να κρέμονταν κλουβιά με τιτιβίζοντα χελιδόνια, και ήλιοι.
Απερίγραπτο ήταν το πόσο σφιχτά με κρατούσε από το χέρι ο πατέρας μου στις λιγοστές εξόδους μας, στους λιγοστούς περιπάτους μας. Σα να του ‘χα ξεφύγει και να ‘τρεχε χρόνια να με πιάσει. Και σα να με είχε πιάσει μόλις εκείνη τη στιγμή. Όμως, αυτή τη φορά, ήταν τόσο ευχάριστο αυτό το σφίξιμο. Σαν το εύθυμο εκείνο σφίξιμο που σου κάνουν τα καινούργια παπούτσια την πρώτη μέρα.
Αν με ρωτούσε κανείς πώς πήγαμε στο μαγαζί του μαστρο-Κούλη, από πού περάσαμε, εγώ θα του ‘λεγα, περάσαμε… περάσαμε… από κάτι κόκκινα παπούτσια, ύστερα πήραμε ένα μακρύ δρόμο κόκκινα παπούτσια, στρίψαμε μετά από κάτι άλλα κόκκινα παπούτσια, και φτάσαμε! Μα σα βρέθηκα στο μαγαζί του μαστρο-Κούλη ξέβαψε όλο το κόκκινο χρώμα κι όλη η χαρά από το όραμά μου. Από την πόρτα με πήρε μια χοντρή βαριά μυρουδιά πετσιού και προβιάς, έπεσε μέσα της η αναπνοή μου και πνίγηκε. Χάμω, σκουπίδια, σπάγγοι, καρφάκια, ένας λόφος με λογιώ λογιώ κατσούφικα κοψίδια δέρματα. Μια χοντρή βελόνα, σα μεγάλο καρφί, ανεβοκατέβαινε βαριεστημένη και στριγγλή και γάζωνε ένα εφιαλτικό παπούτσι.
Σα δήμιος εμφανίστηκε ο μαστρο-Κούλης, αναμερίζοντας μιαν αυλαία από κρεμάθες χοντροπάπουτσα, αντρικά τα πιο πολλά, τα κορδόνια τους τρεμούλιασαν σα νευρικά μουστάκια, και κάτω από τη χοντρή λαστιχένια τους σόλα σπαρτάραγε το κακόμοιρο το όνειρο μου. Κι αφού είπανε, χρόνια και ζαμάνια, ψυχρά κι ανάποδα, και αφού τώωωρα η Αργυρούλα, μπήκε στο θέμα πια ό πατέρας μου:
— Και τώρα, μαστρο-Κούλη, ας πάμε στο προκείμενο!
Με τούτο το «προκείμενο» πήρα να ελπίζω. Φαντάστηκα πώς το «προκείμενο» μπορεί να ‘ταν ένας άλλος δρόμος, ένα άλλο μαγαζί, το «καλό» μαγαζί του μαστρο-Κούλη.
— Από δω η κόρη, συνέχισε ο πατέρας μου, ό,τι θυμάται χαίρεται! Της θυμήθηκαν κόκκινα παπούτσια. Έχεις να μας δώσεις τίποτα κατάλληλο;
Και πριν προφτάσω ν’ ακούσω την απάντηση, η πατούσα μου βρέθηκε καθηλωμένη πάνω σ’ ένα βρομόχαρτο, κι από πάνω της ολόκληρος ο μαστρο-Κούλης, όλα τα χοντροπάπουτσα, να τη ζουλάνε μη και ξεφύγει. Πιο απειλητικό, το βάρος της λέξης «μπόλικα! μπόλικα», που σφυροκοπούσε ο πατέρας μου. Ένα κουτσομόλυβο σύρθηκε σαν κατσαρίδα γύρω γύρω της ενώ ο πατριώτης έλεγε:
— θα γίνουν αθάνατα!
Ανησύχησα.
— Δε θέλω αθάνατα, κόκκινα θέλω, ψέλλισα.
— Θέλε! αγρίεψε ό μαστρο-Κούλης, κάτι συνεννοήθηκε ιδιαιτέρως με τον πατέρα μου, και φύγαμε.
Ίσως σου κακοφανεί, μαστρο-Κούλη, αν τύχει και διαβάσεις αυτή την ιστορία, αλλά κι εγώ τι σου χρώσταγα να περάσω μια τόσο μαύρη Λαμπρή; Τι παπούτσια ήταν εκείνα που μου ‘φτιαξες; Κόκκινα δε σου είπα πως θέλω; Γιατί σώνει και καλά μουσταρδιά; Και γιατί τόσο χοντρό λάστιχο, βρε μαστρο-Κούλη; Τάνκς ήμουνα; Κι όλα αυτά καλά. Αμ’ εκείνο το κόκκινο κουμπί, στο Θεό σου, τι το ήθελες και το έμπηξες; Από πού ως πού κόκκινο κουμπί; Α, προτιμούσα να με γελάσεις παρά να με ξεγελάσεις. Έσκασα στο κλάμα.
— Βρε αχάριστο, φώναζε η μάνα μου, κι αν δεν είναι κόκκινο, είναι προς το κόκκινο… Τι παραπάνω θες; Δεν έχει κόκκινα κουμπιά; Άρα κόκκινα είναι.
Αναγκάστηκα να πειστώ. Και τι το περίεργο; Μήπως τώρα που λέμε «αναπνέουμε, άρα ελπίζουμε», το ίδιο δεν είναι; Κι ανήμερα το Πάσχα, στη λειτουργία της Αγάπης, με κρατάει πάλι ο πατέρας μου από το χέρι, κατηφορίζουμε για την εκκλησία. Εγώ με τα κόκκινα κουμπιά μου, αυτός με την κατάνυξη του, Χριστός Ανέστη σιγοψέλνει. Μπορώ να θυμηθώ και το παραμικρό της σκηνής εκείνης, ακόμα και τις στάλες από τα κεριά της Αναστάσεως στα πεζοδρόμια και στα μαρμάρινα σκαλιά, την αυστηρή παλάμη του πατέρα μου που με ζούλαγε ολόκληρη μέσα της, το πρόσεχε μην πέσεις, το δεν καταλαβαίνω γιατί εννοείς να ξεκινάς πάντα με το αριστερό, διόρθωσε το βήμα σου, άλλαξε το βήμα σου. Τα θυμάμαι όλα, και τους μικρούς μου πήδους κάθε τόσο για να βγει το δεξί μπροστά και να πάει το αριστερό πίσω, όλα, ακόμα και το πόσο μου μύρισαν οι πασχαλιές που αγόραζε μια γυναίκα σκυμμένη στο παράθυρο από έναν πλανόδιο ανθοπώλη.
— Άλλαξε το βήμα σου, ξανάπε ο πατέρας μου.
Κι εκείνη τη φορά έγινε το κακό. Πάνω στο πήδημα μπερδεύτηχαν τα πόδια μου, κι είδα το ένα κουμπί να διαγράφει μια κόκκινη τροχιά και να εξαφανίζεται. Τι κλάμα και τι ψάξιμο ήταν εκείνο; Δάκτυλος του Σατανά, δάκτυλος του Σατανά! έτριζε τα δόντια του ο πατέρας μου, καθώς έψαχνε χωρίς αποτέλεσμα, καθώς με άκουγε να κλαίω «ασεβώς». Δεν είμαστε πια για εκκλησία, «χρειάζεται καρδίαν καθαράν», και πήραμε πάλι τον ανήφορο. Μπρος εκείνος, με τα χέρια διπλωμένα πίσω στη μέση, να λέει, με κόλασες! με κόλασες!, πίσω εγώ, σα μονοσάνταλη, να κλαίω, να κλαίω.
Η μάνα μου, άμα άκουσε τι συνέβη, είπε μόνο:
— Τι λες… Κάτι τρέχει στα γύφτικα.
Μα καθώς με είδε να πετάω τα παπούτσια και να την ακολουθώ ξυπόλυτη και κλαίγοντας, τα έβαλε με τον πατέρα μου:
— Και συ ευλογημένε, πώς στην ευχή έψαξες; Με τα δικά μου τα μάτια; Ολόκληρο κουμπί!
Αλλά εκείνος είχε κιόλας ριχτεί με όλο του το είναι στην κάθαρση. Είχε πάρει μια Σύνοψη κι έψελνε, μουρμουριστά, μασουλιστά, με λοξό κάπως το κεφάλι και το χέρι κοντά στο στόμα, κάπως σα να εξιστορούσε με συντριβή στο αυτί του Κυρίου το πώς τον «κόλασα».
– Θέλω το ολόκληρο κουμπί μου, έλεγα τώρα εγώ μέσα στους οδυρμούς μου.
– Τι λες εκεί… Κάτι τρέχει στα γύφτικα, επανέλαβε η μάνα μου φουρκισμένη.
Και φορώντας μου τα παπούτσια με το ζόρι, με έσπρωξε βίαια στήν ξώπορτα, να πάω να παίξω.
Λίγα βήματα πιο πέρα στεκότανε η φιλενάδα μου η Πόπη. Με κοίταζε. Εγώ κόλλησα στον τοίχο, σήκωσα το ‘να μου πόδι, και το ‘κρυψα πίσω από το άλλο. Και στεκόμουνα έτσι.
Και τώρα, γονατισμένη ακόμα, λες και προσκυνούσα, αναπολώντας την τούτην την ανάμνηση, προσπαθώ να καταφέρω τη μικρή ν’ αγοράσει αυτά τα παπούτσια. Τα κόκκινα.
– Σου είπα, θέλω γόβα άσπρη!
– Μα τα κόκκινα είναι πιο πρακτικά.
– Δεν τα θέλω για πρακτικά, τα θέλω για ευχαριστήσιμα.
Και αποφασίζω. Και τα άσπρα και τα κόκκινα. Προηγουμένως τα εξετάζω προσεχτικά, δοκιμάζω να ιδώ, είναι καλά στερεωμένο το κουμπάκι τους, μην την ξαναπάθω. «Αθάνατα», βεβαιώνει ο υπάλληλος. Και φεύγω, έχοντας επιτέλους αποκτήσει ένα πραγματικό κόκκινο ζευγάρι παπούτσια, πασχαλιάτικο δώρο στα περασμένα μου.
"Ta Starάκια"
Ζωγραφική με χρωματιστά μολύβια ομοίως, by Hara, επίσης

Σ΄αυτό τον κεντρικό δρόμο, που φράζεις τη μύτη και το στόμα σου να μην πνίξουν τα καυσαέρια, είναι τρέλα να ισχυριστείς οτι μυρίζουν πασχαλιές. 
Κι όμως, εμένα μου μύρισαν.



Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

ΑΝ θα μπορούσα το χρόνο να άλλαζα...



Γιατί όχι;;;
Ξέρω οτι άλλαξε η ώρα από χειμερινή σε θερινή,όμως εγώ θα πήγαινα λιγάκι παραπίσω σε χρόνια, όχι σε ώρες
Και για την ακρίβεια στις 6/4/2010! Σας θυμίζει τίποτα αυτή η ημερομηνία;;;
Εμένα έχει στοιχειώσει στο μυαλό μου, κι αν δεν έκανα νωρίτερα τούτη την ανάρτηση, ήταν για τους λόγους που ήδη ξέρετε εκ των προηγουμένων  ;)
Ηγγικεν λοιπόν η ώρα του εορτασμού!
Κι εγώ την γιόρτασα δεόντως...
Εκείνη η μέρα συνέπεσε με την τελευταία μέρα παραμονής μου στην Πρωτεύουσα.

Βαρειά η ατμόσφαιρα,η καρδιά λουφαγμένη.
Τώρα εσείς που με καληνωράτε για την τύχη μου να ζω σ ένα απο τα ομορφότερα Νησιά της Ελλάδας, μ όνομα βαρύ σαν ιστορία ;), θα με περνάτε για τρελή, που αγαπώ τόσο την τσιμεντένια Πολιτεία.
Κι όμως, μέσα στο μπετόν και όχι μόνο, που κι εμένα με κουράζει απίστευτα, βρίσκω γωνιές που ξεχωρίζω κι αγαπώ. Αλλωστε όπως αναφέραμε κι αλλού (λέγε με f/b) οι δημιουργικοί άνθρωποι βλέπουν αυτά που θέλουν, εκεί που οι άλλοι βλέπουν την πραγματικότητα!

Το τελευταίο βράδυ λοιπόν προτιμήσαμε να το "γιορτάσουμε" μόνοι, μακρυά από το πολύβουο Κέντρο. Ηθελα ηρεμία, να αισθανθώ, να νοιώσω, ν απολαύσω,να μην ξεχάσω...
Αφήσαμε πίσω μας την τουριστοκρατούμενη Αδριανού, μπήκαμε στα στενά και σκοτεινά δρομάκια της Πλάκας, συναντώντας ζευγαράκια ή φιλαράκια που κάθονταν στα σκοτεινά και συζητούσαν. ΄
Μια σιγαλιά μας τύλιγε απο παντού, λες κι είχαμε φύγει σ άλλο κόσμο.
Το μόνο, που έδειχνε οτι βρισκόμασταν στον πραγματικό, ήταν η φωτισμένη Ακρόπολη απο πάνω μας.

Περπατούσαμε χωρίς σκοπό, σχεδόν μόνοι.
Τα φανάρια στις γωνίες των νεοκλασσικών φώτιζαν τα βήματά μας και χαζεύαμε , λες και τα βλέπαμε για πρώτη φορά, πορτοπαράθυρα, ερειπωμένα σπίτια, ρόπτρα, μπαλκόνια, μέχρι και γλαστράκια αφημένα στα περβάζια!
Το μόνο που άκουγες,τα βήματά μας, χαμηλόφωνες ομιλίες και ξαφνικά γέλια!
Βλέπαμε απο μακρυά τα πλημμυρισμένα από κόσμο σκαλιά στα στέκια της νεολεϊστικης διασκέδασης, παρακάμψαμε το αγαπημένο "ΜΕΛΙΝΑ" και βρεθήκαμε σ ένα άλλο απόμερο και ήσυχο στέκι. Κι αφού αποφάγαμε και το φωτογραφίσαμε έτσι κατ έθιμο, έπεσε η πρόταση απο την κουτσή (εμένα δηλ.)..."πάμε απο Διονυσίου Αρεοπαγίτου;"
Τρομακτικό ακούστηκε και σ΄ εμένα την ίδια, μια που από την πολύ κατάκλιση τα πόδια δεν συναινούσαν ούτε καν σε κοντινές διαδρομές και ήταν ο μόνιμος εφιάλτης μου.
Όμως εκείνο το βράδυ θαρρείς κι ήμουν ο Ερμής, με τα φτερωτά σανδάλια!
Τολμησα έτσι κόντρα στις προβλέψεις και δεν απογοητεύθηκα, αντίθετα ήταν ο,τι πιο όμορφο έζησα τους τελευταίους μήνες!
Αφήνοντας πίσω μας την Πλάκα, στο βάθος μιας καγκελόπορτας σχεδόν χωρίς να φαίνεται ένας πλανόδιος μουσικός.

Απο ένα μπουζούκι ξεχύνονταν αλλόφρονες νότες από τραγούδια του Χατζηδάκη!
Και δε θα το πιστέψετε...καθόταν ακριβώς απέναντι από το φυσικό σκηνικό της ταινίας, " Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα" και σχεδόν ασυναίσθητα ένοιωσα σαν να ήταν παρατεταγμένοι στο μπαλκόνι  η Ελενίτσα, ο Αντωνάκης, η κυρία Μπεμπέκα, η στρίγγλα, αλλά κανένας τους δεν τόλμησε να πει "σκασμός"!
 Ηταν τόσο τρυφερή η σκηνή και τόσο ταπεινά αξιοπρεπής ο μουσικός, με ένα καπελάκι ζαρωμένο ,τόσο όσο να το δεις κι αν ήθελες να τον ανταμείψεις.
Μετά απο την ανταμοιβή μας ακολουθούσε μέχρι που χαθήκαμε η φωνή του  πια, που μας τραγουδούσε & τα τραγούδια!
Κι έτσι θαυμάζοντας τα φωτισμένα μνημεία και τα όμορφα νεοκλασσικά, παρακάμπτοντας τις κοσμικές ταβέρνες με την ζωντανή μουσική, που ουδόλως μας συγκινούσε μπροστά στον άγνωστο μουσικάντε,βγήκαμε στο Μουσείο. Προσωπικά δε μ αρέσει η μοντέρνα του άποψη μπροστά στην ομορφιά των σπιτιών αυτού του δρόμου,αλλά ούτε με ρώτησαν ούτε τους αφορά.
Εξακολουθήσαμε λοιπόν να περπατάμε στο σκοτάδι , χωρίς καθόλου κόσμο (πράγμα τόσο παράξενο για τον συγκεκριμένο δρόμο που τις καθημερινές ασφυκτιά απο ντόπιους και ξένους και γίνεται Βαβέλ) με μόνη συντροφιά τα μουσικά ακούσματα.
Κάθε λίγα μέτρα μία αυτοσχέδια μπάντα, δύο μόνοι μουσικοί ακόμα και ένας, μόνος του. Επαιζαν απο soul μέχρι jazz.
Tα μνημεία απο πάνω μας στον ιερό βράχο,τόσο φωτισμένα που λες και πυρπολούσαν τα σωθικά τους!
Κι εκεί που φτάναμε στην κορυφή,ένας άλλος Βόρειος προφανώς απο το όνομα (OLeg, πρόλαβα και διάβασα μεσ στο σκοτάδι) κορνετίστας μας έκανε  (οχι μόνο εμάς ,αλλά και μία παρέα νεαρών) να κινηθούμε ασυναίσθητα στο ρυθμό της μουσικής του΄και να λικνιστούμε πάνω στις νότες του!
Τι ομορφιά,τι γαλήνη, τι εξωπραγματικό είχε το όλο σκηνικό!!! Δεν σου έκανε καρδιά να απομακρυνθείς.
Ετσι κατεβήκαμε στην Αποστόλου Παύλου, που εκείνη την ώρα μάζευε πια τ απομεινάρια μιας μέρας και χαμογέλασα θυμούμενη πόσος χαμός είχε γίνει προκειμένου να μην πεζοδρομηθεί και πόσο ευννοημένοι βγήκαν κάποιοι μετά! Σκεφτήκαμε τους ηθικούς αυτουργούς αυτής της όμορφης πεζοπορικής διαδρομής, τον οραματιστή και αιώνιο έφηβο με φρέσκα μυαλά Αντώνη Τρίτση και τη Μελίνα Μερκούρη...ας είναι καλά εκεί που βρίσκονται κι άφησαν εμάς να απολαμβάνουμε τέτοιες ομορφιές!
Ετσι έκλεισε ο γύρος της Ακροπόλεως, σαν νάταν το γαμήλιο ταξίδι του Αντωνάκη και της Ελενίτσας (θυμάστε στο ταξί που κόπηκε και το "μου" ;) ), έτσι έκλεισε το τελευταίο βράδυ κι έτσι συνδέθηκε με την επέτειο της ημέρας.
Γιατί ένοιωσα τυχερή για άλλη μια φορά, που μέσω αυτού του μπλογκ γνωρίστηκα μ΄ ανθρώπους που ουδέποτε θα γνώριζα και μοιραζόμαστε πράγματα που γλυκαίνουν και ελαφρύνουν την ψυχή!΄
Που έγιναν δικοί μου άνθρωποι.
Πάντα , αλλά κι αυτόν ειδικά τον καιρό της μεγάλης δοκιμασίας, ένοιωσα απίστευτη αγάπη γύρω μου να με τυλίγει και να μου δίνει δύναμη να ξαναγυρίσω.
Δεν έχει νόημα ν΄ αναφέρω ονόματα. Ο καθένας με τον δικό του τρόπο ήταν και είναι διακριτικά πάντα εκεί, δίπλα μου κι εγώ όσο μπορώ με το δικό μου. Ο καθένας με το δικό του τρόπο έκανε τις μέρες μου αξέχαστες και τον ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ.
Γι αυτά τα συναισθήματα λοιπόν που με γεμίζει η καθημερινότητα οφείλω στο blogάκι μου που τώρα έγινε 6 χρονών, να πάει όσο μακρυά μπορεί και να μου δίνει πάντα τέτοιες χαρές.
ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΑΠΟ <3 p="">








Κι επειδή μίλησα εξ αρχής για χρόνο,ας είναι μαζί μια δημιουργία μου, που προέκυψε πάνω από μια αποτυχημένη ενέργεια κι έγινε ένα τρυφερό ανοιξιάτικο ρολογάκι.



Εύχομαι ο χρόνος που περνάει νάναι πάντα δημιουργικός κι αγαπησιάρικος!

Ρολόι σ mdf με decoupage ριζόχαρτου και χαρτιού, ανάγλυφα πάστας και χαρτονένιες πεταλουδίτσες




Παρασκευή 1 Απριλίου 2016

Νόστιμον ήμαρ.

Πέρασαν τρείς άγονοι μήνες, καιρός λοιπόν για ανασυγκρότηση.
Και τι καλλίτερο οταν βρίσκεσαι εκ των πραγμάτων στην Πρωτεύουσα, κοντά σ' ανθρώπους αγαπημένους και δημιουργικούς να κολλήσεις κι εσύ και ν' αρχίσεις δειλά-δειλά να αναπτερώνεται το ηθικό, να αλλάζεις ρυθμούς και απο το φόβο να περνάς στην αισιοδοξία και τη δημιουργία, να πλέκεις την ανασφάλεια μια καλή μια ανάποδη και να γίνεται γαντάκια ανοιξιάτικα για αγαπημένα χέρια, να παίρνεις χρώματα να βάφεις τη μέρα σου όμορφη,να ξορκάς τα σκοτάδια και να ελπίζεις για το καλλίτερο!
Αυτή τη δυνατότητα εκμεταλλεύτηκα κι εγω και μια που δεν είναι μέρες αυτές για ταξίδια,αποφάσισα να ταξιδέψω με το μυαλό και το χρώμα!
Αλλωστε ο νους είναι αληταριό που όλο θα δραπετεύει,όπως λέει και ο στίχος κι ευτυχώς που έχουμε αυτό το όχημα και ούτε τρομοκρατικές ενέργειες το φοβίζουν,ούτε αποστάσεις  υπολογίζει
Υπο άλλες συνθήκες, αν δε συνέβαιναν όσα συνέβησαν, θα ήμουν τώρα στο Λονδίνο μια που ήταν το δώρο της κόρης,αλλά η ζωή έχει ανατροπές που δεν τις περιμένεις κι έτσι η Τοσκάνη  ήταν εκεί έτοιμη να μου προσφέρει το ονειρικό ταξίδι.
Νόστιμον ήμαρ, που θα έλεγε κι ο αγαπημένος μου Ξενόπουλος,όμως επειδή επιστροφή δεν προβλέπεται,αφήνουμε τη φαντασία να σεργιανίσει πάνω στους απαλούς όγκους των λόφων της Τοσκάνης, ανάμεσα στα χωράφια των αμπελοκαλλιεργειών, παραμερίζοντας το χάος απο τα ηλιοτρόπια, ακολουθώντας τους φιδωτούς δρόμους που ανηφορίζουν στις Μεσαιωνικές  πόλεις κρυμμένες  στην καρδιά της Τοσκάνης, μετρώντας τα κυπαρίσια στις ατέλειωτες οδικές διαδρομές αναπνέοντας αέρα ιστορίας και κουλτούρας, απολαμβάνοντας ξημερώματα και ηλιοβασιλέματα!
Κι όλα αυτά...μόνο με τη ζωγραφική!
Οταν θέλησα να μάθω πως δουλεύονται τα παστέλ, οι ονειρικές εικόνες της Τοσκάνης απο τις μαγικές φωτογραφίες που βρίθουν στο PINTEREST ήταν το ιδανικό θέμα για να μάθω
Η κατάλληλη δασκάλα που μ ανέχεται πάντα εκεί να μου δίνει οδηγίες και να μ αφήνει να εκφράζομαι ελεύθερα και βασικό συστατικό την αγάπη και τη νοσταλγία, το αποτέλεσμα ,ήταν αυτό που βλέπετε.


                                                 
'ΤΟΣΚΑΝΗ ΤΟ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ"
Ζωγραφική με pastel σε χαρτί pastelmat


Μεταφερόμαστε λοιπόν νοερά σ αυτό τον ομφαλό πολιτισμού του Ιταλικού κράτους,χωρίς να κάνουμε βήμα απο την πολυθρόνα μας, κι αφηνόμαστε να ονειρευτούμε μαγικά δειλινά χρωματισμένα απο την ανυπέρβλητη δεινότητα της φύσης, μέσα στην αχλύ της ομίχλης  που βαραίνει στην ατμόσφαιρα περνώντας έτσι  απο την φωτεινότητα της  ημέρας στη μυστηριακή νύχτα που έρχεται