Ετούτο το πετρωτό ήταν η αιτία για το νέο μου πισωγύρισμα
|
Pebble art by Hara with ricepaper & fabrics |
Ξανάγινα παιδί και θυμήθηκα τις εποχές που δεν υπήρχε το έτοιμο ένδυμα, αλλά πολλοί υφασματέμποροι και ακόμα περισσότερες μοδίστρες και ράφτες, γιατί εννοείται αλλού ράβονταν τα γυναικεία και αλλού τα ανδρικά κοστούμια
Υπήρχαν 3 μεγάλα υφασματεμπορικά στην Πλατεία Ρούγα (τον κεντρικό εμπορικό δρόμο του Νησιού μου) του Δάρρα, του Χριστόφορου και του μπάρμπα Γιάννη του Παυλόπουλου. Ο τελευταίος ήταν αδελφός του παππού μου εκ μητρός. Στέκονταν μονίμως στις πόρτες των μαγαζιών τους ή στις πολυθρόνες στημένες κάτω από τσι κολώνες και έκοβαν κίνηση, αφ ενός ο ένας από τον άλλον, ποιός έμπαινε και ποιός έβγαινε στα άλλα μαγαζιά, αφ ετέρου χαιρετούσαν υποκλινόμενοι κάθε περαστική κυρία κάνοντας της και κοπλιμέντα ή ρωτώντας την με ενδιαφέρον (τάχα μου) για τους υπόλοιπους της οικογένειας μπας και την καταφέρουν να μπει στο μαγαζί τους
Αυτά που συναγωνίζονταν και ανταγωνίζονταν μεταξύ τους και στην ποιότητα και στην πελατεία, ήταν του μπάρμπα και του Δάρρα.
Ήταν κάτι τεράστια (για τα παιδικά μου μάτια ) μαγαζιά με έντονο φωτισμό για τις βραδυνές ώρες κυρίως ώρες (τα πρωινά μου φάνταζαν σκοτεινά) που γύρω γύρω υπήρχαν ράφια με τόπια υφάσματος τοποθετημένα λοξά , στο κέντρο του μαγαζιού μία μεγάλη μπανκάδα γεμάτη κι αυτή υφάσματα, ακόμα και έξω στην πόρτα στέκονταν όρθια ρολά ύφασμα για κράχτες. Όταν έφτανε η ώρα να κόψει το ύφασμα της πελάτισσας έκανε μία ταχυδακτυλουργική σχεδόν κίνηση με το ξύλινο μέτρο και το ύφασμα, εύρισκε το ακριβές σημείο που έδινε μια ψαλιδιά και χρατς! με τα δύο χέρια έσκιζε πέρα για πέρα το ύφασμα! Ο μπάρμπας, που το μαγαζί του ήταν γωνιακό, είχε κάτι τεράστιες βιτρίνες με κοκκάλινες κούκλες σε φυσικό μέγεθος, χτενισμένες στο στυλ της εποχής και βαμμένες εντυπωσιακά, τυλιγμένες με διάφορα υφάσματα εν είδη φορέματος, με χέρια προτεταμένα λες να σε προσκαλέσουν να πάρεις το συγκεκριμένο. Αντίστοιχες ήταν και οι βιτρίνες των άλλων
Παρόλο που θεωρητικά θάπρεπε να με ιντριγκάρει αυτός ο άγνωστος κόσμος των υφασμάτων λόγω της πολυπλοκότητας και της πολυχρωμίας του, δεν ενθουσιαζόμουνα καθόλου όταν μ' έπαιρνε από το χέρι η μαμά μου να πάμε να ψωνίσουμε. Γιατί είχε το σύνδρομο της πελάτισσας που έχουμε δει άπειρες φορές στις ελληνικές ταινίες (Βλέπε "Παριζιάνα" και "το Ανθρωπάκι") κατέβαζε ό,τι της σκάμπιζε στο μάτι,
-"Αυτό εκεί το πουά!" "α κι εκείνο το πρασινάκι απέναντι" "μα δε μου κατεβάζεις κι εκείνο το ριγέ πορτοκαλί ;" (μου κατέβαζε εμένα τ άντερα και του εμπόρου βεβαίως, αλλά υπέμενε...μπας και...) ανεβοκατέβαινε ο άνθρωπος και στο τέλος έκανε μία στροφή και λέγοντας "θα το σκεφτώ, μια ματιά ήρθα να ρίξω" φεύγαμε κουνιστές και λιγιστές (εμένα καλλίτερα ν΄ άνοιγε η γη να με καταπιεί)
Το πόσες κατάρες και φάσκελα θάχαμε φάει ούτε θέλω να το φανταστώ! Ο μπάρμπας ο Γιάννης μπορούσε να της πει και κάτι μέσα από τα δόντια του, έχοντας το θάρρος της συγγένειας, αλλά ουδόλως του έδινε σημασία εκείνη (τουχε άλλωστε πολλά μαζεμένα εκπορευμένα εκ της νεότητος 😉) οι άλλοι όμως θα τα έλεγαν μόλις πισωπλατίζαμε . Η αλήθεια είναι πάντως οτι έπεφτε το βουνό και με πλάκωνε οταν κατεβαίναμε για τέτοια εξερεύνηση. Παρότι μικρό παιδί ντρεπόμουν όλες αυτές τις γυμναστικές επιδείξεις που υποχρεόνονταν οι κακόμοιροι έμποροι στα γούστα της. Γιατί για να πούμε την αλήθεια ήταν απίστευτη κοκέτα και είχε μοναδικό γούστο.
Κάτι άλλο πάλι που την έκανε να φύγει και να μην ψωνίσει ήταν όταν κοίταζε κάποιο ύφασμα και πάνω που ήταν έτοιμη να του πει "κόψε μου τόσο" έκανε το μοιραίο λάθος να της πει "απο το ίδιο πήρε και η κυρία τάδε" (συνήθως κυρία της αριστοκρατίας) . Εκεί τον παρατούσαμε σύξυλο και φεύγαμε. Δεν έπρεπε να φοριέται δεύτερο! Και μάλλον δε θάταν η μόνη, γιατί οι έμποροι το γνώριζαν και έφερναν λίγα μέτρα από τα πιο καλά υφάσματα. Έτσι αν το προλάβαινες είχε καλώς, αλλιώς...
Το κάθε εμπορικό είχε την πελατεία του κι ενα στοιχείο μάρκετινγκ της εποχής ήταν οι κουμπαρίες! Δεν ξέρω οι άλλοι, αλλά ο μπάρμπας ο Γιάννης είχε τόσες που ούτε ο ίδιος δε θυμόταν! Γιατί γινόταν αποκλειστικά για να δέσει τον πελάτη. Αν πήγαινε καμιά γκαστρωμένη να ψωνίσει τις έκανε τόσα κιάσα για να πάρει το ύφασμα που στο τέλος της έλεγε "εγω θα στο βαφτίσω" (το βάφτιζε μεν, δεν το ξανάβλεπε δε) Συνήθως ήταν χωριάτες που κατέβαιναν στη Χώρα με την είσπραξη από τη σοδειά να κάνουν τα ψώνια τους κι ανάθεμα αν ξαναθυμόταν το βαφτιστήρι του ποτέ, αρκεί να γίνεται το νταραβέρι γιατί κι ο κουμπάρος μετά ένοιωθε δέσμευση να πάει να ψωνίσει απ αλλού.
Μπορεί λοιπόν τα εμπορικά νάταν λίγα και καλά, μοδίστρες όμως και ράφτες ήταν πολλοί και ακόμα περισσότεροι οι μαθητάδες τους.
Κάθε κορίτσι (ειδικά) που δεν έπαιρνε τα γράμματα ή δεν ήθελαν οι γονέοι του ν' ανοίξουν περισσότερο τα μάτια τους (ίδιον της εποχής, τα κορίτσια είναι για το σπίτι) άντε ένα Δημοτικό και μετά τα έστελναν για μαθήτριες σε ράφτρες. Άλλη για πουκάμισα, άλλη για παντελόνια, άλλη για φορέματα, άλλη για μενταρίστρα (σήκωναν τους πόντους από τις νάιλον κάλτσες). Για να πω την αγία μου αλήθεια, δεν ξέρω αν το ίδιο γινόταν και στους ράφτες, εκείνους τους θυμάμαι συνήθως μόνους, αλλά ίσως και να μην ήταν, ή τουλάχιστον οχι τόσο πολλοί οσο στις μοδίστρες.
Εμείς πηγαίναμε στην Αθανασία του Μακρή περιοχή Αγίου Λαζάρου. Ένα μεγάλο δωμάτιο στο ισόγειο του σπιτιού, μ ένα γύρω κοπέλες -μαθήτριες που έραβαν ακαταύπαστα και βοηθούσαν να αποτελειωθεί το φόρεμα και συνήθως το πήγαιναν και στο σπίτι της κυρίας που ανήκε πλέον. Στο δωμάτιο επικρατούσε ένα δημιουργικό χάος, στους τοίχους κρέμονταν έτοιμα φορέματα, μεγάλοι ξύλινοι χάρακες, πατρόν, παντού κλωστές ροκέλες, ανεμούλες, φιγουρίνια να διαλέξουν το σχέδιο οι πελάτισσες ένα "μανεκέν" για τις πρόβες εν τη απουσία σώματος, ένας μεγάλος καθρέφτης να παρακολουθείς την πρόβα και φυσικά η ραπτομηχανή της (οι μαθήτριες έκαναν βοηθητικές δουλειές, σπανίως έκαναν το τελικό γάζωμα και φυσικά έκαναν χρέη καθαριστριών πριν σχολάσουν)
Άλλο μαρτύριο εκεί!
|
detail |
Εμ να στέκεσαι όρθια και ακίνητη όσο ήθελε η μοδίστρα να στριφώσει τον ποδόγυρο και να κάνει τη μανικοκόληση,
εμ να γυρνάς γύρω γύρω και να σε πιάνει ζαλάδα, εμ να σε τρυπάει με την καρφίτσα και να μην πρέπει να βγάλεις άχνα. Μιλάμε μαρτύριο!
Πάντα υπο το άγρυπνο βλέμμα της μαμάς "πάρτο λίγο απο δω, κρεμάει" "κατέβασέ το απο κει, σηκώνει",
-"μη κουνιέσαι", "σήκωσε τα χέρια ψηλά",
" στάσου ίσια, μη σκύβεις και χάνω το ίσο",
"κάνε μία στροφή και τελειώσαμε" εκείνη.
Κατά διαστήματα μας διέκοπτε κάποια από τις μαθήτριες να δείξει την πρόοδο των εργασιών της η δασκάλα και να πάρει την έγκριση να συνεχίσει. Η κα Αθανασία δε ξέρω αν ήταν έτσι όντως ή εγω τη θυμάμαι λάθος, φορούσε πάντα σκούρα ρούχα και μ εντυπωσίαζε που είχε ένα μάτσο καρφίτσες στο στόμα χωρίς να τις καταπίνει, που έπαιρνε και έβαζε μία μία στο στρίφωμα.
Μου ήταν απίστευτο επίσης, πως έκαναν μπουκούνια (που λέει ο λόγος) ένα ολόκληρο ύφασμα και μετά το συνέθεταν κομμάτι κομμάτι και γινόταν ένα φόρεμα στα μέτρα σου! Εντυπωσιακό! κι ολο αυτό αφου έκοβαν εφημερίδες πρώτα και σου στερέωναν στο κορμί να πάρουν το "καλούπι" για να κόψουν ακριβώς μετά τα υφάσματα. Κι αφού το φόρεμα ή το παλτό ή οτιδήποτε έπαιρνε σάρκα και οστά που λέει ο λόγος, ερχόταν η ώρα για τα κουμπιά, τα φερμουάρ, τις δαντέλες και ο,τι άλλο χρειαζόταν.
Εκεί να δείτε πεδίον δόξης λαμπρόν!
Κάτι μικρά μαγαζιά που είχαν κουτάκια κουτάκια μέχρι το ταβάνι και μπροστά από κάθε κουτί ανά χρώμα όλα τα μεγέθη των κουμπιών! Πού εύρισκαν άκρη ακόμα αναρωτιέμαι γιατί δεν είχαν και μόνο κουμπιά!
Υπήρξαν και φορές που δεν ήταν πετυχημένες και η μαμά ακόμα κλαίει το εν λόγω ύφασμα και μετέπειτα ρούχο, αλλά στην πλειοψηφία το ρούχο μίλαγε πάνω της και εκείνη το αναδείκνυε με τον καλλίτερο τρόπο γιατί είχε και το σώμα και τη φινέτσα!
|
Τα Πτι Μπερ από το 1922 μέχρι και την δεκαετία του '70 διατίθενται και σε χύμα συσκευασίες από λευκοσίδηρο |
Αλλά μετά την απελευθέρωσή μου από την πρόβα και μέχρι να τελειώσει και της μαμάς μου, η χαρά μου ήταν να βγω στον κήπο της πίσω αυλής και να παίξω με το συνομήλικό μου Γιάννη (που κρίμα, γιατί έφυγε πολύ νωρίς).
Η χαρά μου δε ήταν όταν φεύγαμε, μετά απο ώρες, από το μοδιστράδικο και πηγαίναμε δίπλα, για τις προμήθειες του σπιτιού, στο μαγαζί του κυρίου Νιόνιου του Μακρή "Εδώδιμα Αποικιακά" (η επιγραφή του) που διέθετε δύο πράγματα που μ εντυπωσίαζαν, τα τσίγκινα κουτιά με τα μπισκότα ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ (λατρεμένα μέχρι σήμερα!) και τα ζυμαρικά-μπαστουνάκια που κρέμονταν από τα σκοινάκια στο ταβάνι για να στεγνώσουν!
Σας εντυπωσιάζει πόσο νωρίς γνωρίζαμε τα φρέσκα ζυμαρικά; Ε ναι!
Τόσο αυτά, όσο και το φύλλο του γαλακτομπούρεκου και του μπακλαβά που έφτιαχνε η θεία Αθηνά και προμηθεύονταν τα ζαχαροπλαστεία της Ζακύνθου, ήταν από τα πιο εντυπωσιακά πράγματα που έμειναν αξέχαστα στο μυαλό μου στο πέρασμα των χρόνων.
Το δε φύλλο ολόκληρα σεντόνια στέγνωνε μέσα στο ισόγειο εργαστήρι της θείας και ήταν τόσο διάφανο που μόνο μηχανή θα μπορούσε να το κάνει, κι όμως εκείνη το έκανε με τα χέρια!
Να προσθέσω κάτι για το τέλος για να ολοκληρωθεί το οδοιπορικό, οτι στα χωριά, που δεν υπήρχε ή ο χρόνος ή το μέσον να κατέβουν στη Χώρα για τα ψώνια τους περνούσαν οι γυρολόγοι με τα "Είδη προικός". Στην αρχή με άλογα (φορτωμένα σε τρυβοκάλαθα), μετά με τρίκυκλα και τέλος με βανάκια, φορτωμένα μέχρι έξω απ αυτά από ο,τι βάζει ο ανθρώπινος νους που χρειάζεται ένα νοικοκυριό. Από αυτούς ψώνιζαν και τα υφάσματα και πολλές φορές τους πλήρωναν σε είδος (ενα ζευγάρι αυγά π.χ. ή ο,τι άλλο είχε ο καθένας περίσσιο) και με δόσεις. Απ αυτούς φτιάχνονταν και οι προίκες των κοριτσιών τους!
Μια ακόμα παιδική ανάμνηση που ξύπνησε ( ή μάλλον ποτέ δε κοιμήθηκε) μέσα μου, έλαβε τέλος. Τώρα εκτός από μένα και τη μαμά μου δεν υπάρχουν οι άλλοι, πέρασαν κι αυτοί μαζί με τα χρόνια, στην επόμενη διάσταση.
Υ.Γ. 1 Η ταπετσαρία με τα παλιά φιγουρίνια έπεσε λίγο μεγάλη στο θέμα, αλλά ενεκα η νοσταλγία...συμπαθάτε με για την ανισορροπία
Υ.Γ. 2 Ο τίτλος είναι στίχος τραγουδιού από τη φωνή του Στράτου Διονυσίου και τον δανείστηκα (τίτλος "Μοδιστρούλα")