Κυρά των Αμπελιών, που σ είδαμε πίσω απ΄ το δίχτυ του
πευκόδασου,
να συγυρίζεις με το χάραμα τα σπίτια των αϊτών και των τσο
πάνων,
πάνου στη φούστα σου ο αυγερινός διάνευε τους πλατιούς ίσκιους
των κληματόφυλλων
των κληματόφυλλων
δυό αγουροξυπνημένες μέλισσες κρεμόντανε στ΄αυτιά σου σκου
λαρίκια
λαρίκια
και τα πορτοκαλάνθια σου έφεγγαν τη μαύρη, την καμένη στράτα.
***
Κυρά μελαχρινή, που η αντηλιά σου χρύσωνε τα χέρια σαν της
Παναγιάς το κόνισμα,
πίσω στο σβέρκο σου, στο χνούδι το σγουρό, σπίθιζε το δροσό
της νύχτας
σα να μετάνιωσε λίγο προτού να σβήσει ο γαλαξίας
και δέθηκε γιορντάνι στο λαιμό σου να χυθεί στη ζεστασιά του
κόρφου σου.
***
Κι ήταν η σιγαλιά πηχτή σα γάλα σ΄ελατίσιο κάδο
και τ΄οργωμένο χώμα ευωδίαζε σαν εκκλησιά τη μέρα των Βα
γιώνε
γιώνε
κι έβγαινε ο μπιστικός από τον ύπνο του καθώς που βγαίνει ο
κάβουρας απ το νερό στο περιγιάλι
κάβουρας απ το νερό στο περιγιάλι
κι αστράφτει στο νωπό καβούκι του γαλάζιο το πρωινό με δυο
κουκκίδες άστρα.
***
Κυρά τρανή, τι σιγανή της νεραντζιάς η πρώτη καλημέρα
τι σιγανό το βήμα σου κι η ανάσα του ψαριού πλάι στο φεγγάρι
τι σιγανό κουβεντολόϊ του μέρμηγκα μπροστά στης μαργαρίτας
το ξωκλήσι.
Α, τι χρυσάφι αφήνει η αχτίνα στη σταγόνα της δροσιάς
όταν η πούλια σου κρεμάει στο μέτωπο το εφτάκλωνο κλαδάκι
της γαζίας
Α, πόση λουλουδόσκονη στριμώγνεται στης μέλισσας το στόμα
για το μέλι
πόση σιωπή μες στην καρδιά σου για τραγούδι.
***
***
Δω πέρα σμίγει η νύχτα την αυγή σ άτρεμο ρίγος
και σένα, τα δυό χέρια σου, δετά γύρω στο γόνα της γαλήνης,
φέγγουν
σάμπως δυο περιστέρια φως ασάλευτα πάνω απ το δάσος.
Επειδή δεν θέλω να με νομίζετε ακατάδεχτη, κι επειδή φέτος λυπήθηκα τα λουλούδια του κήπου μου να τα θυσιάσω (σε εξοχή ζω όλο το χρόνο άλλωστε) κι έφτιαξα στεφάνι απο τσόχινα λουλουδάκια και κουμπάκια (των γνωστών κατασκευών, βεβαίως -βεβαίως) αναρτώ το στεφάνι που είχε την καλωσύνη και μου χάρισε η Anthivolon .
Ζορίστηκα να διαλέξω, αν κι όποιο κι αν διάλεγα πανέμορφο θάταν, ιδού λοιπόν:
Σ ευχαριστώ καλή μου φίλη και του χρόνου.