Με τούτα και μ εκείνα φτάσαμε στην Τσουκνοπέφτη,κατά την ζακυθινή ντοπιολαλιά,πού μόνο σε τσίκνισμα δεν αναφέρεται,αλλά στη γνωστή και ανατριχιαστική τσουκνίδα!
Κι επειδή ο Τόπος μου είναι παράξενος από γεννησιμιού του αλλά τώρα αλλοιθωρίζει προκειμένου να ταυτιστεί με νέα δεδομένα που κάποτε τα λέγαμε κοροιδευτικά "Μωραϊτικα"
Για να μην ξεχνάμε λοιπόν ο,τι ζήσαμε παιδιά και για να μαθαίνουν οι μη ζακυθινοί τις παλιές μας συνήθειες,που λίγοι τηρούν πλέον,παραθέτω αυτούσιο ενα κείμενο του αγαπημένου φίλου και συμμαθητή,λογοτέχνη Διονύση Φλεμοτόμου, διανθισμένο με τα πετρωτά μου Αποκριάτικης έμπνευσης
Δεν ξέρω αν πρόκειται για κακή ερμηνεία της λέξης ή αν μ’ αυτή μας την συνήθεια επιβίωνε κάτι παλιότερο, αλλά για την δική μου παιδική ηλικία «Τσικνοπέμπτη» δεν σήμαινε τσίκνα από ψημένο κρέας, αλλά κυνηγητό με τσουκνίδες και – ως εκ τούτου – κατακόκκινα πόδια και χέρια.
Την Πέμπτη, το λοιπόν, την πριν από την Κυριακή της Αποκριάς, ξυπνώντας το πρωί, το πρώτο όπου ζητούσαμε από την μάνα μας ήταν να μας φορέσει αυτήν την μέρα μπλούζες μέχρι την παλάμη και μακριά πανταλόνια, όχι επειδή νοιώσαμε ξαφνικά πως μεγαλώσαμε, αλλά επειδή αυτήν την μέρα θα είχαμε μάχη με κείνο τ’ άγριο φυτό, που αν σε άγγιζε, σου προξενούσε φαγούρα.
Κόβαμε δέσμες από δαύτο, για να χουμε απόθεμα και πριν την πρωινή, ομαδική προσευχή, στα διαλείμματα, αλλά και στο σχόλασμα, κυνηγούσαμε ο ένας τον άλλον, για να τον κάνουμε να πονά, να ξύνεται για ώρα και να αλλάζει τοπικά χρώμα, όταν τον ραπίζαμε με το χόρτο αυτό, που κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, είχε την τιμητική του.
Μάταια μας μάλωναν οι δάσκαλοί μας και κάποιο ξένοι – ήταν ελάχιστοι τότε – έχαναν την υπομονή τους, προσπαθώντας να μας εξηγήσουν πως δεν είναι αυτό το έθιμο της ημέρας, αλλά από αλλού προέρχεται η λέξη «Τσικνοπέμπτη». Εμείς συνεχίζαμε την αγαπημένη μας συνήθεια και τους αφήναμε να φωνάζουν, γνωρίζοντας καλά, περισσότερο βέβαια από ένστικτο, πως δεν τους ένοιαζε τόσο η παράδοση και η σωστή ή λάθος τήρηση και συνέχισή της, όσο η ποθητή ησυχία τους.
Γιατί πώς να κάνεις καλά ένα μαό παιδιά, που ξεσάλωναν με μια τσουκνίδα το καθένα στο χέρι!
Μα η συνήθεια του κατά τα άλλα ιαματικού φυτού δεν ήταν μόνο παιδικό αντέτι την Πέμπτη αυτή του Καρναβαλιού. Και οι μεγάλοι το τιμούσαν. Βέβαια αυτοί, παρότι πολύ θα το ήθελαν, δεν έτρεχαν στις ρούγες με τις τσουκνίδες ανά χείρας, όπως εμείς οι μικρότεροι, αλλά είχαν άλλη συνήθεια, η οποία ήταν στην ουσία ένα επιπλέον δείγμα της πασίγνωστης και κοσμαγάπητης ζακυνθινής μάντσιας.
Σ’ ένα μπουκέτο από φιόρα, συνήθως από μανουσάκια, που αφθονούσαν αυτήν την εποχή και γέμιζαν με άρωμα και εαρινές υποσχέσεις την εξοχή του νησιού, τοποθετούσαν, μισοκρυμμένη, μια δέσμη από τσουκνίδες και την χάριζαν σε όποιον ή (κυρίως) όποιαν ήθελαν. Αυτός πήγαινε, όπως ήταν φυσικό, να την μυρίσει και να χαρεί την ευωδιά των λουλουδιών, αλλά εκτός από αυτό… κοκκίνιζε και την μύτη του, η οποία για ώρα του προξενούσε φαγούρα.
Ήταν και κάποιοι τότε, συνήθως ντυμένοι μασκαράδες, οι οποίοι αντί για άλλο λουλούδι έβαζαν στην μπουτουνιέρα τους μια τσουκνίδα, κάνοντας μ’ αυτήν τους την συνήθεια το ασήμαντο, αλλά τόσο χρήσιμο αυτό φυτό να έχει την τιμητική του.
Δεν ξέρω αν τσίκνιζαν οι Ζακυνθινοί την γιορταστική αυτή μέρα, την πρώτη επίσημη του Καρναβαλιού, με την έννοια βέβαια του ψησίματος στα κάρβουνα.
Αυτή η συνήθεια είναι, πιστεύω, πρόσφατη και ήρθε στο νησί μαζί με την βασιλόπιτα της Πρωτοχρονιάς (που συχνά κόβεται από συλλόγους και την… Τσικνοπέμπτη) και του οβελία της Λαμπρής.
Το παραδοσιακό φαγητό της ημέρας, κατά το τοπικό αντέτι, ήταν και είναι για πολλούς το ξινιστό και μ’ αυτό έχουμε μεγαλώσει. Στα ορεινά χωριά, επίσης, έφτιαχναν και φτιάχνουν μιαν κρεατόπιτα, η οποία είναι πεντανόστιμη.
Πάντως το ξινιστό της Τσικνοπέμπτης, εκτός των άλλων, απαιτεί και καυκαλίδες ή καυκαλίθρες και αυτές του δίνουν την μοναδικότητά του στην γεύση. Γίνεται και με άλλα λαχανικά, αλλά δεν έχει καμιά σχέση. Σας ομολογώ, μάλιστα, πως είναι το αγαπημένο μου φαγητό αυτήν την εποχή.
Λίγοι, ελάχιστοι, δυστυχώς, είναι αυτοί που μένουν πιστοί στην τοπική μας παράδοση και συνεχίζουν τα πατροπαράδοτα.
Η τηλεόραση, βλέπετε, επιβάλει και ισοπεδώνει με την δύναμη της εικόνας, που διαθέτει και κάποιοι φορείς πολιτισμού, αντί να δημιουργούν διασωστικά, επίφοβα αντιγράφουν.
Όμως το κάθε ξεχωριστό μας πρέπει να παραμείνει, έστω και στα χαρτιά. Αυτός είναι και ο σκοπός αυτού του κειμένου.
Φίλες και φίλοι, «καλές Αποκριές». Και όσο γίνεται πιο δικές μας…
Κι επειδή ο Τόπος μου είναι παράξενος από γεννησιμιού του αλλά τώρα αλλοιθωρίζει προκειμένου να ταυτιστεί με νέα δεδομένα που κάποτε τα λέγαμε κοροιδευτικά "Μωραϊτικα"
Για να μην ξεχνάμε λοιπόν ο,τι ζήσαμε παιδιά και για να μαθαίνουν οι μη ζακυθινοί τις παλιές μας συνήθειες,που λίγοι τηρούν πλέον,παραθέτω αυτούσιο ενα κείμενο του αγαπημένου φίλου και συμμαθητή,λογοτέχνη Διονύση Φλεμοτόμου, διανθισμένο με τα πετρωτά μου Αποκριάτικης έμπνευσης
Δεν ξέρω αν πρόκειται για κακή ερμηνεία της λέξης ή αν μ’ αυτή μας την συνήθεια επιβίωνε κάτι παλιότερο, αλλά για την δική μου παιδική ηλικία «Τσικνοπέμπτη» δεν σήμαινε τσίκνα από ψημένο κρέας, αλλά κυνηγητό με τσουκνίδες και – ως εκ τούτου – κατακόκκινα πόδια και χέρια.
"Γελωτοποιός" pebble art by Hara |
Την Πέμπτη, το λοιπόν, την πριν από την Κυριακή της Αποκριάς, ξυπνώντας το πρωί, το πρώτο όπου ζητούσαμε από την μάνα μας ήταν να μας φορέσει αυτήν την μέρα μπλούζες μέχρι την παλάμη και μακριά πανταλόνια, όχι επειδή νοιώσαμε ξαφνικά πως μεγαλώσαμε, αλλά επειδή αυτήν την μέρα θα είχαμε μάχη με κείνο τ’ άγριο φυτό, που αν σε άγγιζε, σου προξενούσε φαγούρα.
Κόβαμε δέσμες από δαύτο, για να χουμε απόθεμα και πριν την πρωινή, ομαδική προσευχή, στα διαλείμματα, αλλά και στο σχόλασμα, κυνηγούσαμε ο ένας τον άλλον, για να τον κάνουμε να πονά, να ξύνεται για ώρα και να αλλάζει τοπικά χρώμα, όταν τον ραπίζαμε με το χόρτο αυτό, που κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, είχε την τιμητική του.
Μάταια μας μάλωναν οι δάσκαλοί μας και κάποιο ξένοι – ήταν ελάχιστοι τότε – έχαναν την υπομονή τους, προσπαθώντας να μας εξηγήσουν πως δεν είναι αυτό το έθιμο της ημέρας, αλλά από αλλού προέρχεται η λέξη «Τσικνοπέμπτη». Εμείς συνεχίζαμε την αγαπημένη μας συνήθεια και τους αφήναμε να φωνάζουν, γνωρίζοντας καλά, περισσότερο βέβαια από ένστικτο, πως δεν τους ένοιαζε τόσο η παράδοση και η σωστή ή λάθος τήρηση και συνέχισή της, όσο η ποθητή ησυχία τους.
Γιατί πώς να κάνεις καλά ένα μαό παιδιά, που ξεσάλωναν με μια τσουκνίδα το καθένα στο χέρι!
"renaissance costume" Pebble art by Hara |
Μα η συνήθεια του κατά τα άλλα ιαματικού φυτού δεν ήταν μόνο παιδικό αντέτι την Πέμπτη αυτή του Καρναβαλιού. Και οι μεγάλοι το τιμούσαν. Βέβαια αυτοί, παρότι πολύ θα το ήθελαν, δεν έτρεχαν στις ρούγες με τις τσουκνίδες ανά χείρας, όπως εμείς οι μικρότεροι, αλλά είχαν άλλη συνήθεια, η οποία ήταν στην ουσία ένα επιπλέον δείγμα της πασίγνωστης και κοσμαγάπητης ζακυνθινής μάντσιας.
Σ’ ένα μπουκέτο από φιόρα, συνήθως από μανουσάκια, που αφθονούσαν αυτήν την εποχή και γέμιζαν με άρωμα και εαρινές υποσχέσεις την εξοχή του νησιού, τοποθετούσαν, μισοκρυμμένη, μια δέσμη από τσουκνίδες και την χάριζαν σε όποιον ή (κυρίως) όποιαν ήθελαν. Αυτός πήγαινε, όπως ήταν φυσικό, να την μυρίσει και να χαρεί την ευωδιά των λουλουδιών, αλλά εκτός από αυτό… κοκκίνιζε και την μύτη του, η οποία για ώρα του προξενούσε φαγούρα.
Ήταν και κάποιοι τότε, συνήθως ντυμένοι μασκαράδες, οι οποίοι αντί για άλλο λουλούδι έβαζαν στην μπουτουνιέρα τους μια τσουκνίδα, κάνοντας μ’ αυτήν τους την συνήθεια το ασήμαντο, αλλά τόσο χρήσιμο αυτό φυτό να έχει την τιμητική του.
"renaissance costume" Pebble art by Hara |
Δεν ξέρω αν τσίκνιζαν οι Ζακυνθινοί την γιορταστική αυτή μέρα, την πρώτη επίσημη του Καρναβαλιού, με την έννοια βέβαια του ψησίματος στα κάρβουνα.
Αυτή η συνήθεια είναι, πιστεύω, πρόσφατη και ήρθε στο νησί μαζί με την βασιλόπιτα της Πρωτοχρονιάς (που συχνά κόβεται από συλλόγους και την… Τσικνοπέμπτη) και του οβελία της Λαμπρής.
Το παραδοσιακό φαγητό της ημέρας, κατά το τοπικό αντέτι, ήταν και είναι για πολλούς το ξινιστό και μ’ αυτό έχουμε μεγαλώσει. Στα ορεινά χωριά, επίσης, έφτιαχναν και φτιάχνουν μιαν κρεατόπιτα, η οποία είναι πεντανόστιμη.
Πάντως το ξινιστό της Τσικνοπέμπτης, εκτός των άλλων, απαιτεί και καυκαλίδες ή καυκαλίθρες και αυτές του δίνουν την μοναδικότητά του στην γεύση. Γίνεται και με άλλα λαχανικά, αλλά δεν έχει καμιά σχέση. Σας ομολογώ, μάλιστα, πως είναι το αγαπημένο μου φαγητό αυτήν την εποχή.
Λίγοι, ελάχιστοι, δυστυχώς, είναι αυτοί που μένουν πιστοί στην τοπική μας παράδοση και συνεχίζουν τα πατροπαράδοτα.
Η τηλεόραση, βλέπετε, επιβάλει και ισοπεδώνει με την δύναμη της εικόνας, που διαθέτει και κάποιοι φορείς πολιτισμού, αντί να δημιουργούν διασωστικά, επίφοβα αντιγράφουν.
Όμως το κάθε ξεχωριστό μας πρέπει να παραμείνει, έστω και στα χαρτιά. Αυτός είναι και ο σκοπός αυτού του κειμένου.
Φίλες και φίλοι, «καλές Αποκριές». Και όσο γίνεται πιο δικές μας…
"Pulcinella canta a Venezia" pebble art by Hara |